ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΠΕΤΑΞΩ ΤΗΝ ΤΕΦΡΑ ΣΟΥ (ΜΑΝΝΟΥΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ) Εκτύπωση
Παρασκευή, 22 Ιούλιος 2011 16:57

ΑΠΟΨΕ ΘΑ ΠΕΤΑΞΩ ΤΗΝ ΤΕΦΡΑ ΣΟΥ

ΜΑΝΝΟΥΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

 

 

σύνοψη

Ώριμος Ιούλιος, παραμονή της εορτής του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού. Η Φιλομήλα παίρνει την απόφαση να σκορπίσει την τέφρα του νόμιμου συζύγου της. Δεν θα τη σκορπίσει αμαχητί, πρέπει κάποια πράγματα, έστω και τη δωδεκάτη ώρα, να ειπωθούν. Όλο το πάθος κι όλο το άγος μιας τέτοιας νύχτας κρύβεται πίσω από μια ερώτηση-πρόσχημα: πού θα σκορπίσει την τέφρα του; Η πόλη είναι άδεια κι αυτή έχει για μοναδικό μεταφορικό μέσο τις ένοχες ανοχές της. Τέσσερις ενδεχόμενοι προορισμοί και τέσσερις ιστορίες πόνου και έρωτος. Η Φιλομήλα βάζει το αέρινο φόρεμά της, φοράει όλες της τις ρυτίδες, μπαίνει με θάρρος στην εσωτερική αυλή και λέει με πεποίθηση, «Απόψε θα σκορπίσω την τέφρα σου!». Ας αρχίσει λοιπόν ο διάλογος της γυναίκας με μια τεφροδόχο-κουτί της Πανδώρας, καθότι ο Κόσμος, απόψε, παραμονή της εορτής του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού, είναι μια λάμπα αναμμένη κι η Φιλομήλα μια πεταλούδα χρυσή.

 

Το έργο χωρίζεται σε 7 μέρη. Το πρώτο, το έκτο και το έβδομο έχουν μικρή διάρκεια. Το καθένα από τα υπόλοιπα πραγματεύεται μία από τις τέσσερις ιστορίες που συνιστούν το κύριο μέρος του μονολόγου.

 

Χαρακτήρας:

Φιλομήλα, ετών 54, χήρα, άτεκνη. Φοράει ένα αέρινο μαύρο φόρεμα με κεντημένες χρυσές πεταλούδες. Τα μαλλιά της πιασμένα χαλαρό κότσο. Δεν φοράει παπούτσια.

 

Σκηνικό:

Μια μικρή, περίκλειστη αυλή, μια πολυθρόνα με χαμηλό τραπέζι που έχει στο κέντρο του ένα ρόδι, μια γλάστρα με κισσό, ένα διπλωμένο πάπλωμα στην άκρη, μια κόκκινη κουβέρτα διπλωμένη κι αυτή, ένας πράσινος χαρταετός, μια κλειστή μπλε ομπρέλα. Στο κέντρο ένα παράθυρο με περβάζι και κλειστά παντζούρια.

μονόλογος

I. Το πρόσχημα

(Η Φιλομήλα κάθεται στην πολυθρόνα με απλανές βλέμμα. Αποκαλύπτει, δίκην γέννας, μια τεφροδόχο από την κοιλιακή της χώρα. Την τοποθετεί στο τραπέζι και παίρνει το ρόδι. Στέκεται στο κέντρο της αυλής). «Τον Ιούλιο να τον φοβάσε Φιλομήλα, μου έλεγε η συχωρεμένη η γιαγιά Πελαγία, κι όχι μόνον επειδή παύουν οι ρόγες των σταφυλιών να είναι άγουρες, όχι μόνον γιατί τα κεράσια οδεύουν προς το χώμα ερυθρά, άλλα διότι, πρωτίστως, η φύση εξανίσταται μπροστά στην ιδέα του θανάτου της». Πώς τρυπώνει η ιδέα του τέλους την ώρα της ακμής, μου λες; Η γιαγιά δεν ήταν καθόλου θεοσεβούμενη. Αν και στις μεγάλες γιορτές, καλή ώρα, πήγαινε στην Εκκλησία από προσήλωση στην εθιμοτυπία νομίζω, παρά για να ευχαριστήσει έναν Θεό με παρουσιολόγιο. Έτσι κι εγώ, είπα φέτος να τιμήσω τη μνήμη του Αγίου Παντελεήμονος. Ιαματικός ο Παντελεήμων. Και των σωμάτων και των ψυχών. Άλλωστε διαφορά μεταξύ των δυο δεν υπάρχει. Εγώ αυτό ξέρω. (κόβει ένα μεγάλο φύλλο από τον κισσό, το γυρίζει ανάποδα, διαβάζει το απολυτίκιο του Αγίου που είναι γραμμένο στο πίσω μέρος του φύλλου). «Αθλοφόρε Άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμων, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών» (αφήνει το φύλλο να πέσει. Παίρνει το ρόδι και το σπάζει στο πάτωμα). Απόψε, θέλω να ιάσω το σώμα και την ψυχή μου, λέγοντας οριστικά το «απεταξάμην» στην ασάφεια του βίου μου. Τι να τα κάνει τα πρόσφορα και τις δωρεές ο Άγιος μπροστά στη μυσταγωγία της ιάσεως; (παίρνει την τεφροδόχο και την φέρνει το ύψος της μήτρας της). Απόψε, θα σκορπίσω την τέφρα σου, αγάπη μου! (σιωπή) Ναι, αλλά πού; Η πόλη είναι άδεια κι εγώ έχω για μοναδικό μεταφορικό μέσο τη ζωή που θα ήθελα να είχα ζήσει. (προς την τεφροδόχο) Κι όταν ο άνθρωπος επιβιβαστεί σε αυτό ειδικά το μέσο, έχει έναν και μόνον προορισμό. Ποιος είναι αυτός; Άι στο διάολο κι εσύ νυχτιάτικα. Μόνο το θράσος σου δεν έκαψε ο κλίβανος. (Σβήνουν τα φώτα)

 

 

II. Της σαρκός

- η πρώτη ιστορία

(Η Φιλομήλα κάθεται στην πολυθρόνα αγκαλιά με την τεφροδόχο) Έντεκα μήνες και δώδεκα ημέρες δεν ήξερε την πόρτα μου, δεν θυμόταν τη διεύθυνσή μου, τρεις δρόμους παρακάτω. Η σκρόφα, η αδερφή του. Τόσες μέρες, βαριέμαι να κάνω τον λογαριασμό, ούτε που ρώτησε αν ζω ή αν πέθανα. Τόσες νύχτες, σε ένα κρεβάτι διπλό να οριοθετώ τα όρια της άδειας του πλευράς, αφότου εκείνος με παράτησε για μια άλλη γυναίκα. Το δεξί του χέρι στο γραφείο. Κάλλιστη υπάλληλος, καραπουτανάρα του κερατά. Το φωτοστέφανο της έλειπε. Πώς κλέβεις τον άντρα μιας άλλης γυναίκας μετά από τριάντα τρία χρόνια γάμου χωρίς να αισχύνεσαι μπορείς να μου πεις; Έτσι ελαφρά τη καρδία. Τόσες νύχτες να μένει αυτός μαζί της κι εγώ να έχω μόνο το κλέος ενός αμφίβολου στεφανιού. Και να έρχεται η αδερφή του, συνάμενη-κουνάμενη, να μου χτυπά την πόρτα, εφτά η ώρα το απόγευμα, έπινα τσάι φασκόμηλο, δεν το συνηθίζω έτσι μου ήρθε, για να μου πει, «Τον χάσαμε, Φιλομήλα μου». Τα «μου» τη μάραναν τη σκύλα. Τι είχαμε, τι χάσαμε. Απλά η απώλεια άλλαξε όψη κι έχασε κάθε προοπτική. Ήτανε πλέον μια απώλεια έντιμη. Την άφησα να πει αυτά που είχε κουβαληθεί να πει χωρίς να τη διακόψω. Είχε πέσει το κάθαρμα για το μεσημεριανό του ύπνο και δεν ξαναξύπνησε. Πήγε η άλλη να τον ξυπνήσει με γλυκό κερασάκι και τον βρήκε πεθαμένο, του άλειψε τα σιρόπια στο πρόσωπο η πρόστυχη. Άκουγα την κουνιάδα μου, ούτος ειπείν κουνιάδα, κούνια που την κούναγε, χωρίς να μιλώ. «Πες κάτι, Φιλομήλα μου», μου κάνει, «κόψε τα μου» της λέω. «Τα κόβω, αλλά πες κι εσύ κάτι». «Άι σιχτιρ» απάντησα και την πέταξα έξω. Μετά από λίγο ξαναγύρισε, ήταν κι η νεκρώσιμη ακολουθία στη μέση. Τα τυπικά κι απάνθρωπα. Της είπα να τα κάνει όλα μόνη της, το θέμα δεν με αφορούσε. Στο κάτω κάτω της γραφής εγώ ήμουν η γυναίκα του μόνο στα χαρτιά. Στην ουσία ήμουν μια ξένη. Λες κι είχαμε συνδεθεί σε μια άλλη, μια προηγούμενη ζωή, και τα σώματά μας δεν είχαν κρατήσει ούτε μόριο μνήμης. «Για τ’ όνομα του Θεού, πρέπει να ταφεί», είπε κλαίγοντας. Στο άκουσμα του ρήματος «ταφεί», κάτι σκίρτησε μέσα μου. Τον ονειρεύτηκα νέο με τη στολή του ναύτη να μπαίνει ζωντανός στο μνήμα. Μια είσοδος εθελούσια και πανηγυρική. Όχι, λέω, δεν θα του το κάνω το χατίρι. Δεν του αξίζει να ταφεί, του πρέπει να καεί! Με είχε αφήσει μόνη κι άτεκνη να μετρώ ρυτίδες και μεταμέλειες που κάτι στιγμές αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. «Ωραία. Θα εμπλακώ στα της κηδείας, άλλα δεν θέλω να ασεβήσω απέναντι στο νεκρό. Ο αδερφός σου είχε επανειλημμένως πει ότι θα προτιμούσε να αποτεφρωθεί παρά να ταφεί. Επομένως, θα πρέπει να μιλάμε για κλίβανο και όχι για τάφο», της είπα. Αυτό ήταν ένα πρώτης τάξεως ψέμα. Ουδέποτε μου είχε πει κάτι τέτοιο, χώρια που έβλεπε φωτιά και χεζόταν. Αυτός ήταν του νερού. Έτσι, ο νεαρός ναύτης των είκοσι τριών ετών, δεν μπήκε ποτέ σε τάφο υγρό κι ανάλγητο. Μπήκε στην κάμινο του πυρός την καιομένη κι έγινε, αλίμονο, μια φούχτα στάχτη (χαϊδεύει την τεφροδόχο). Η μέγαιρα η κουνιάδα μου τα είχε εντελώς χαμένα, «μα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, έχουμε τον τάφο έτοιμο, τι θα πει ο κόσμος, δεν είναι αυτά μες στην παράδοσή μας». Εάν δεν τον έκαιγε, της είπα, τότε, θα έπρεπε να εμφανιστεί μόνη της στην κηδεία μαζί με την καραπουτανάρα του αδερφού της. Ας επέλεγε την παράδοση, αν ήθελε, μαζί με τα αδυσώπητα στόματα της μικρής μας πόλης, που γνώριζαν αλλά τηρούσαν τα προσχήματα, σίγουρα όχι από καλοσύνη. Τώρα, όμως, το σκάνδαλο δεν θα είχε πια κανένα φύλλο συκής. Η απουσία της νόμιμης χήρας από την νεκρώσιμη ακολουθία δεν θα ήταν κι ό,τι καλύτερο για ένα σόι σαν το δικό τους. Δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο για τα σαρκοβόρα βλέμματα μιας μικρής επαρχιακής κοινωνίας που επενδύει τα μέγιστα στο άγος των τέκνων της. Μιας πόλης που υφαίνει την εκδίκησή της πάνω στα πάθη και προπαντός στα λάθη τους. Και στο κέντρο της, η πλατεία των Ευμενίδων. (γελάει δυνατά) «Θες να τον κάψεις κακούργα», βρήκε να πει. «Όχι, καλή μου, αυτός έπαιξε με τη φωτιά και κάηκε. Αυτοί είναι οι όροι μου. Η απόφαση δική σου». Έμεινε να χάσκει, δήθεν συντετριμμένη. Βαρύ το δίλημμα, δεν λέω. Η γνώμη του κόσμου μετρούσε πολύ γι’ αυτή. Το γνώριζα καλά. «Παρ’ τον και κάψε τον, είπε, όμως θα προηγηθεί η κηδεία στη Μητρόπολη, θα χοροστατήσει ο δεσπότης». Δεν είχα λόγο να αρνηθώ, κηδεία ήθελε το τσόκαρο, θα την είχε. Είχε ήδη αρχίσει να μεριμνά για τις μεγαλοπρέπειες, άλλωστε. Μέχρι τον δεσπότη είχε φτάσει η χάρη της. Σκεφτόμουν το μεταστάντα, 23 ετών, με τη στολή του ναύτη να κείτεται ζωντανός μέσα στο φέρετρο κι από πάνω του με το θυμιατό ο δεσπότης, με τα χρυσοποίκιλτα άμφια, τη ποιμαντορική ράβδο και την απαστράπτουσα μήτρα του. (προς την τεφροδόχο) Αυτό το τέλος σου άξιζε για να επισφραγίσει την ματαιοδοξία σου, την ανικανότητά σου να εκτιμήσεις την απλότητα και να αγαπήσεις καθαρά, π’ανάθεμά σε! «Ας γίνει η κηδεία όπως την έχεις ονειρευτεί, της λέω, άλλωστε έχεις μια ροπή προς τας τελετάς». (προς την τεφροδόχο) Τελικά, η έκβαση της τελευταίας πράξης του δράματός σου έπεσε στα χέρια δυο γυναικών. Της αδερφής σου, που σε έστειλε στη Μητρόπολη και σε εμένα που σε έστειλα στην πυρά! Τι να σου πω τώρα πια, ας πρόσεχες! Η πουτάνα σου δεν είχε λόγο. Ευτυχώς για σένα γιατί θα σε ανέβαζε νεκρό σε τραγί, περιφέροντάς σε ανθοστόλιστο στους κεντρικούς δρόμους της πόλεως. Μη χειρότερα να λες. (μικρή παύση) Η νεκρώσιμη ακολουθία είχε οριστεί για το μεσημέρι της επομένης. Έγιναν όλα όπως τα επέλεξε εκείνη. Το φέρετρο επιβλητικό, είχε πάνω μια φωτογραφία του, λίγες μόλις εβδομάδες πριν τον πρώτο του θάνατο, με το γκρίζο κοστούμι και τη μοβ γραβάτα. Πλάι στη φωτογραφία ένα μπουκέτο με πολύχρωμες μαργαρίτες, από την αδερφή του, κι ένα ακόμη με ροζ τριαντάφυλλα. Όταν ρώτησα, δεν γνώριζε κανείς ποιος το είχε φέρει. Νόμιζαν ότι τρώω κουτόχορτο. Τέλος πάντων. Παρούσες οι Αρχές της πόλεως. Ο δήμαρχος, σύσσωμο το δημοτικό συμβούλιο, βουλευτές, το ιερατείο με επικεφαλής το Μητροπολίτη ασφαλώς, ο οποίος χοροστατούσε, ο αστυνομικός διοικητής, ο ταξίαρχος κι απλός κόσμος που είχε γεμίσει ασφυκτικά το Ναό. Τον επικήδειο εξεφώνησε ο κολλητός του, βουλευτής της μείζονος αντιπολιτεύσεως. Δεν είχα ξανακούσει τόσα μαζεμένα ψέματα στη ζωή μου. Είπαμε οι νεκροί δεδικαίωνται, αλλά όχι κι έτσι! Τι φορούσα; Ήμουν μέσα στα κατάμαυρα. Όχι, καλέ, σιγά που θα μαυροφορούσα για το καθύκι. Είχα βάλει ένα γκρι ταγιέρ με άσπρο πουκάμισο και φυσικά τριπλή σειρά μαργαριταριών. Του πένθους, τάχα μου. Είναι αλήθεια ότι πενθούσα αλλά όχι τον πεθαμένο. Άλλωστε, εγώ, όπως έλεγε η κάργια η αδερφή του, ήμουν «η νόμιμη χήρα». Αυτό το «νόμιμη» το έλεγε εν τη ρύμη του λόγου της δήθεν, ενώ το έκανε επί σκοπού. Δεν είχε άδικο, όμως. Εγώ ήμουν η νόμιμη. Η πουτάνα ήταν η πραγματική. Εγώ ήμουν μια χήρα με ξένο πτώμα ή μάλλον μ’ ένα πτώμα που της ανήκει μόνο με βάση το γράμμα του νόμου. Να χέσω τέτοια χηρεία! Παρακολούθησα την ακολουθία αμέτοχη. Που είχα βρει τόση αναισθησία ούτε κι εγώ ξέρω. Αν είχα πάει στην κηδεία κάποιου αγνώστου, θα είχα συγκινηθεί περισσότερο. Ο θάνατος, όποιον κι αν αγγίζει, όποιο νήμα κι αν κόβει, δεν παύει να συγκλονίζει. Κι όμως, εγώ καθόμουν εκεί και… μαγείρευα! Ναι, για να περάσει η ώρα. Γεμιστούς ανθούς, όπως τους έφτιαχνε η συχωρεμένη η γιαγιά Πελαγία. Την εκτέλεση δεν την ήξερα επακριβώς, δεν είχα φτιάξει ποτέ το φαγητό αυτό, ανέκαθεν το θεωρούσα μπελαλίδικο. Παρόλα αυτά, μια χαρά τα πήγα. Αρχικά είχα κατεβεί στο περιβόλι κι έκοψα τους κολοκυθοανθούς. Τριάντα τρεις τον αριθμό. Τους έκοψα έναν έναν. Δεν τους έπλυνα, τους καθάρισα με βρεγμένο ρούχο. Πήρα το γαμήλιο βέλος μου, το βούτηξα στο νερό και τους περιποιήθηκα. Έναν έναν. Τόσο στοργικά… Τους άπλωσα στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, το πράσινο, με τις ανάγλυφες περικοκλάδες γύρω-γύρω. Μετά είχα να ετοιμάσω τη γέμιση. Το έβραζε το ρύζι η συχωρεμένη ή το έβαζε ωμό; Χέστηκα! Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Δεν είχα και πολλές επιλογές. Η άλλη ήταν να επανέλθω σε ένα Ναό γεμάτο υποκριτές, λαϊκούς και κληρικούς, όπου στο κέντρο κείτονταν ένας μοιχός που μου είχε κάνει το βίο αβίωτο. Ωμό το ρύζι, Φιλομήλα, λέω. Μια ρηχή χούφτα ανά ανθό. Παίρνω την ξύλινη λεκάνη, μετράω τριάντα τρεις χούφτες ρύζι, ρύζι σούπας, μην ξεχνιόμαστε. Κατόπιν τις σταφίδες, τα κουκουνάρια, τον κομμένο μαϊντανό, τον άνηθο, το κρεμμύδι, το χυμό λεμονιού, αλάτι, πιπέρι, και λίγη ζάχαρη. Μετά γεμίζω έναν έναν τους ανθούς, σιγά-σιγά και με το μαλακό, μην μου σπάσουν, μην μου ραγίσουν, οι καλοί μου. Κάθε έναν που γεμίζω τον φιλώ και τον βάζω στην κατσαρόλα. Μόλις τελειώνω, ακούγεται ένα κωμικό «Δεύτε τελευταίον ασπασμό». Δεν δίνω καμία απολύτως σημασία κι επανέρχομαι στην κουζίνα, δεν θα χαλάσω εγώ το πιάτο για μαλακίες. Σε λίγο είχαν όλα τελειώσει, κι οι ανθοί κι η κηδεία. Δεν δέχθηκα συλλυπητήρια από κανένα. Αποχώρησα από το Ναό με το «Δι’ ευχών». Δεν είχα καμία όρεξη. Το λείψανο, η νέα λέξη στη ζωή μου, θα μεταφερόταν στο γραφείο κηδειών, η καύση ήταν προγραμματισμένη για το πρωί της επομένης. Στις εννιά η ώρα. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι. Να κάνω τι; Πώς να επιστρέψω και να παραστήσω τη βαρυπενθούσα και τη χαροκαμένη τη στιγμή μάλιστα που δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα. Αυτή η σταθερότητα ήταν που με έκαιγε. Το μόνο που θα άλλαζε ήταν η προσφώνησή του. Δεν θα ήταν πλέον ο «μαλάκας» αλλά ο «συχωρεμένος μαλάκας». Έτσι είναι ο θάνατος; Αλλάζει μόνο τους τίτλους; Πήγα στην παραλία. Μπήκα σε ένα ζαχαροπλαστείο, πήρα ένα γλυκό. Ένα εκλαίρ. (προς την τεφροδόχο) Το αγαπημένο σου γλυκό. Περπατούσα και το κρατούσα σαν κάτι ιερό, σαν ένα μόσχευμα που θα έσωζε μια ζωή. Ήθελα να κλάψω γι’ αυτό το γλυκό, να το θρηνήσω. Να το μοιρολογήσω. Τα βήματά μου με έφεραν στην προβλήτα, εκεί που σε είχα δει ναύτη για πρώτη φορά, να περπατάς με τη σκρόφα την αδερφή σου. Αισθανόμουν την ύπαρξή μου να μικραίνει, να γίνομαι ένα κουβάρι που συρρικνώνεται, μέχρι που έγινα μια τελεία ανεπαίσθητη στο τέλος μιας πρότασης που δεν ειπώθηκε ποτέ. Έκλαιγα με λυγμούς, ένα κλάμα χωρίς αποδέχτη και χωρίς αντικείμενο πια. Προχώρησα μόνη στην προβλήτα που ήταν γεμάτη κόσμο. Πέταξα το εκλαίρ στο νερό. Να φάνε τα ψάρια να ευχαριστηθούν την απώλεια της αγάπης. Μια απώλεια κατ’ επίφαση, μάλλον φανταστική. (προς την τεφροδόχο) Εκεί σου έκανα την κηδεία σου. Σε είδα νεαρό, σε έκλαψα πενήντα εννιάχρονο και σε πέταξα στη θάλασσα να σε φάνε τα ψάρια. Και μετά από αυτό υπήρχε ακόμη ένα λείψανο που την επομένη το πρωί θα έπρεπε να γίνει παρανάλωμα του πυρός. Η διαδικασία ξεκίνησε στην ώρα της. Περίμενα στο σπίτι να σε φέρουν. Είχα κάνει μάσκα προσώπου. Ήταν απόγευμα. Σκοτείνιασε το σπίτι ξαφνικά, έπειτα γέμισε πυγολαμπίδες. Έκαψαν τις κουρτίνες, την ταπετσαρία, το ξύλινο δάπεδο. Μια φορά είχα ρωτήσει τη γιαγιά Πελαγία, πώς γίνεται οι πυγολαμπίδες να βγάζουν φως, να καίνε τη σάρκα τους. «Αχ παιδί μου, μου είπε, τα ζωντανά υποτάσσονται στη φύση κι ακολουθούνε το γραμμένο. Κι αν πουν όχι, κακό του κεφαλιού τους. Και το φως… μην σε παρασύρει, το τρέφει η απελπισία». Έκτοτε φαντάζομαι τη φύση να κάθεται περίλαμπρη σε θρόνο και να βγάζει φιρμάνια. Φιρμάνια απαράβατα… Γέμισε, λοιπόν, το σπίτι πυγολαμπίδες, από την οικογένεια τον Λαμπυρίδων. Κι όπως ήταν στο απόγειό τους, μπήκε το φως απ’ το παράθυρο και τις έδιωξε. Τότε χτύπησε η πόρτα. Ήξερα ότι θα σε υποδεχόμουν για στερνή φορά. Πώς ανοίγεις την πόρτα σε μια μετάλλαξη; Πώς στέλνεις ένα εισκοσιτριάχρονο με πηλήκιο και τον παραλαμβάνεις μια χούφτα στάχτη, μου λες; Πώς γίνεσαι από ερωτευμένο κορίτσι, σύζυγος, από σύζυγος σιτεμένη γυναίκα, κερατωμένη και παρατημένη και τέλος χήρα κι αυτό μόνο στα χαρτιά; Χήρα άνευ χαρτοφυλακίου, ούτως ειπείν. Πώς; Πώς να ανοίξει ο άνθρωπος την πόρτα της μετάλλαξής του; Μπορεί; Μάλιστα, Κύριέ μου, μπορεί! Κι εγώ την άνοιξα την άτιμη την πόρτα. Είχες φύγει λέγοντάς μου, «Φεύγω για κάποιο διάστημα, μην με αναζητήσεις. Όταν φτιάξουν τα πράγματα θα επανέλθω». Και τώρα, καλέ μου, επέστρεφες (χαϊδεύει την τεφροδόχο) μέσα στο κέλυφός σου, αγορασμένο από την μέγαιρα την αδερφή σου. Καλή της ώρα, δηλαδή, γιατί εγώ δεν είχα ασχοληθεί με τα διαδικαστικά. Εγώ απλά κάθισα στο έδρανό μου κι έβγαλα την ετυμηγορία μου, που έπρεπε να εκτελεστεί. Ο χρόνος… αχ ο χρόνος…. τι απάτη και του λόγου του. Μετά από έντεκα μήνες επέστρεφες στη βάση σου, χωρίς να έχουν φτιάξει τα πράγματα. Απόψε, ενενήντα μέρες κι ογδονταεννέα νύχτες μετά την επιστροφή σου, ήρθε η ώρα να σε αποχωριστώ άπαξ και δια παντός. Α, μη μιλάς! Δεν έχεις λόγο, ούτε για το χρόνο αλλά ούτε και για τον τόπο. Ο χρόνος είναι απόψε, όσο για τον τόπο θα ξέρουμε σε λίγο. Ο νεαρός που μου παρέδωσε την τεφροδόχο ήταν πολύ ευγενικός, η αλήθεια να λέγεται, μου εξέφρασε τα συλλυπητήριά του, μου είπε και το «ο Θεός είναι μεγάλος». Το ζητούμενο είναι να είναι παρών, κύριέ μου. Από εκεί και πέρα, το μέγεθος είναι δευτερευούσης σημασίας. Φορούσα ένα κόκκινο φόρεμα με μαύρη μεγάλη ζώνη και τα μαργαριτάρια απ’ την κηδεία. Δεν τα είχα βγάλει. Ακολούθησε το γεύμα. (προς την τεφροδόχο) Εσύ στη μια άκρη του τραπεζιού, εγώ στην άλλη. Τι στην ευχή, έτσι θα σε υποδεχόμουν, χωρίς ένα γεύμα της προκοπής; Το αγαπημένο σου πιάτο. Λαχανοντολμάδες με αυγολέμονο κι ας ήταν Σαρακοστή. Τι να κάνουμε. Μια φορά υποδέχεται η χήρα την τέφρα του ανδρός της. Πνευματικό δεν έχω, το λέω σε σένα, αμαρτία εξομολογημένη. Ύστερα έπρεπε να τοποθετήσω την τεφροδόχο κάπου. Την έβαλα στο δωμάτιο της υποδοχής όπου είχαμε το παλιό έπιπλο. Είχε δοθεί στον προπάππο μου ως δώρο από το ιερατείο του ιστορικού ναού της Μεταμορφώσεως. Είχε υπηρετήσει το Ναό επί σειρά ετών ως ιεροψάλτης, όταν δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει, απέσυρε με βαριά καρδιά τη διακονία του. Το ιερατείο λοιπόν, ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης, του χάρισε το παλαιό αυτό έπιπλο. Αυτή την κονσόλα του 19ου αιώνος. Εκεί τοποθέτησα την τεφροδόχο, κάτω από το εικόνισμα της Μεταμορφώσεως. Κάθε πρωί που ξεσκονίζω το έπιπλο, του λέω καλημέρα, το απόγευμα του λέω καλησπέρα και το βράδυ τον καληνυχτίζω. Κάθε μέρα αυτό. Χαίρομαι που γύρισε στη νόμιμη χήρα του. Αλλά και πάλι… είναι ταξιδιάρικο πουλί. Και μια που δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα, θα ξεπορτίσει για μια ύστερη φορά. Χωρίς γυρισμό. Στον αγύριστο που λέμε. Δεν τον μισώ. Όχι, καλέ. Έχω ένα παράπονο. Που δεν μου χάρισε ένα τίτλο κατάδικό μου. «Χήρα» ας πούμε. Ποια είναι η χήρα του; Εγώ ή η πουτάνα; Δεν ξέρω. Μου χάρισε την ασάφεια, είναι κι αυτό κάτι, υποθέτω. Κάποτε λέω στον εαυτό μου, βρε Φιλομήλα, τι θες, την ασάφεια ή το τίποτα; Τις περισσότερες φορές λέω πως προτιμώ το τίποτα. Όμως, το τίποτα δεν σου αφήνει καμία οδό διαφυγής. Το λέει και μόνο του. Τι-πο-τα. Είναι απόλυτο. Ενώ η ασάφεια, έχει το κατιτίς της. Μια πόρνη είναι και του λόγου της, δηλαδή, άλλα σου αφήνει αυτό το κάτι να πιαστείς. Μια πόρνη πονετική, θα την πω. Απόψε, θέλω να περάσω από την ασάφεια στο τίποτα. Ζητάω πολλά; Θέλω να επιστρέψω σ’ ένα σπίτι όπου δεν θα με περιμένει πλέον κανένας και τίποτα. Σκληρό μεν, καθαρό δε. Απόψε που η πόλη είναι άδεια κι εγώ έχω για μοναδικό μεταφορικό μέσον τη ζωή που θα ήθελα να είχα ζήσει, πού θα σκορπίσω την τέφρα σου; Πού θα με πάρουν όλα τα Αν απόψε; (μικρή παύση) Στην προβλήτα λέω. Σε δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια θα είμαι εκεί. Θα μετρήσω τα βήματα μέχρι την άκριά της, ένα προς ένα. Πόσα θα είναι, εβδομήντα, εκατόν. Σε κάθε βήμα θα σε βλέπω με τα είκοσι τρία σου χρόνια, το πηλήκιο και την ψευδαίσθηση μιας αιώνιας νεότητος. Πού θα πάει θα φτάσω και στο τέρμα. Θα ανοίξω την τεφροδόχο και θα σε σκορπίσω στα κύματα. Δεν θα δω την ένωσή σου με το νερό μα θα την νιώσω κατάσαρκα. Διότι είμαστε σάρκα μια, το πε κι ο δεσπότης, σωστά; Θα σκορπίσω κι εγώ επί των κυμάτων. Μ’ ακούς; Μετά θα πάρω την άδεια τεφροδόχο παραμάσχαλα και θα περπατήσω την παραλία. Άδεια πια και μόνη, χωρίς καλύμματα κι υπεκφυγές. Μετά θα πάρω το δρόμο για το σπίτι. Πριν επιστρέψω, θα περάσω από το σπίτι της αδερφής σου, στο δρόμο μου θα είναι ούτως ή άλλως. Θα σπάσω την τεφροδόχο στην πόρτα της. Να ξυπνήσει να περισυλλέξει τα κομμάτια μου. Τα κομμάτια μιας νόμιμης χήρας. Κακό χρόνο να χει. Μετά θα έρθω στο σπίτι. Θα είναι ήδη του αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού κι εγώ θα έχω ιαθεί ή τουλάχιστον έτσι θα πιστεύω. Διόλου δεν το υποτιμώ αυτό. Το μυαλό άλλωστε είναι ένας μικρός θεός. Μας ανεβάζει στις νεφέλες και μας ρίχνει στα τάρταρα. Ό,τι θέλει μας κάνει. Αν το πείσω ότι έχω ιαθεί θα γίνω περδίκι. (χορεύοντας) Για ιδέστε την, για ιδέστε την ήλιο φεγγάρι πέστε την. Για ιδέστε την καμαρωτή σαν άγγελος με το σπαθί. Πώς χορεύει λεβέντικα σαν του Μαγιού την πέρδικα. (τοποθετεί την τεφροδόχο στο τραπέζι, φτιάχνει το μπούστο της) Η προβλήτα. Ο πρώτος υποψήφιος τόπος. Το ανατολικότερο άκρο της μικρής μας πόλης. Ένα χέρι που απλώνεται ικετευτικό μέσα στη θάλασσα. Αν ήταν, όμως, τόσο απλά τα πράγματα, δεν θα ήμουν σήμερα καθηλωμένη σε περίκλειστη αυλή. Να θυμηθώ να πάρω τηλέφωνο την Πολύμνια να της ζητήσω να μου ανάψει ένα κεράκι στον Άγιο, αύριο που θα πάει να εκκλησιαστεί. Εκτός κι αν είπε ψέματα. Λες; Της είχα πει ότι θα πλέναμε τα κρυστάλλινα ποτήρια και τις κανάτες αύριο, δουλειά που την αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Εντάξει Πολύμνιά μου, τα κρύσταλλα τα γλύτωσες, άρχισε, όμως, να βράζεις φασόλια γιατί θα μου γυαλίσεις τα ασημικά. Να δούμε ποιον άγιο θα επικαλεστείς για να ξεγλιστρήσεις. Έχε χάρη που η οκνηρία σου ωχριά μπροστά στη μοναξιά μου. Κανονικά θα έπρεπε να σε είχα στείλει από κει που ρθες με μια συστατική επιστολή που θα σφάλιζε όλες τις πόρτες. Ναι, κι αυτήν του παραδείσου. Προπαντός αυτή. (Σβήνουν τα φώτα)

III. Μία Δευτέρα επισφαλούς καθαρότητος

- η δεύτερη ιστορία

(Η Φιλομήλα κάθεται στο πεζούλι του παραθύρου και κρατάει το χαρταετό. Θα κινείται στην αυλή και θα επιστρέφει στο παράθυρο. Η τεφροδόχος είναι στο τραπέζι αρχικά) Την Καθαρά Δευτέρα ουδέποτε την αγάπησα. Δεν τη λογάριασα ποτέ μου για γιορτή. Από παιδί, μου έφερνε κάτι σε ταφόπλακα. Το τέλος της αποκριάς, η αρχή της επταλόφου Σαρακοστής. Περίοδος νηστείας βεβαίως, όχι για εμάς, μια που η μάνα μου, παρασυρμένη από τη μάνα της, δεν ήταν πολύ των εκκλησιαστικών. Κάποιες παραινέσεις δινόντουσαν, αλλά ήταν τόσο ασθενείς που δεν έπιαναν καθόλου τόπο. Εδώ τις αγνοούσαν οι ίδιες, η μάνα μου κι η γιαγιά μου δηλαδή, τι τύχη να είχαν με μένα και την αδερφή μου. Αχ Ιόλη… (σκοτεινιάζει, προσπαθεί να πετάξει το χαρταετό). Κάποτε νιώθω ότι εσύ ήσουν τυχερή που δεν είχε πολύ λάδι το καντήλι σου. Κι εγώ που έζησα και σήμερα πάτησα τα πενήντα τέσσερα, τι έχω καταλάβει; Ενώ εσύ πέταξες πριν την ώρα σου… Και γλίτωσες. Την αρρώστια πριν την κρίνεις, δος της καμιά τριανταριά χρόνια, μετά να κρίνεις αν ήταν κατάρα ή ευλογία. Κάποτε σε ζηλεύω Ιόλη, με τα φτερά σου. Ακούς; Πάντα σε ζήλευα. Τέλος πάντων δεν είναι της παρούσης. Απόψε μας απασχολεί άλλο πτώμα. Πτώμα ανίερο κι όχι άνηβο σαν το δικό σου που πέταξε στα δώδεκά του. Καθαρά Δευτέρα, λοιπόν… Εκείνη την αποκριά με είχε αφήσει η μάνα μου να μασκαρευτώ. Είχαν περάσει τρία χρόνια από το χαμό την Ιόλης. Δεν το έκανε με ενθουσιασμό βέβαια, «αφού το θες τόσο, ντύσου κάτι σεμνό, Ιωάννα της Λορένης, λόγου χάριν», μου είπε. Ο Χριστός κι η Παναγία, πώς ντύνεται κανείς Ιωάννα της Λορένης; Την πανοπλία να τη φορέσεις. Αυτό είναι σχετικά απλό. Τις φωνές, όμως, πώς; Τελικά ντύθηκα Εσμεράλδα. Ήμουνα πάντοτε θαυμάστρια του Βίκτωρος Ουγκώ. Είχα πάει σε δύο χορούς. Και στους δύο ένιωθα τα βλέμματα να με καρφώνουν, δεκαοχτάχρονο κορίτσι με όλους του τους χυμούς που τότε φάνταζαν ανεξάντλητοι. (γελάει) Άλλη αυταπάτη κι αυτή. (προς την τεφροδόχο) Όχι, κύριέ μου, αντιστάθηκα! Σε κανένα δεν έδωσα δικαιώματα, γιατί εγώ ήμουν πιστή ακόμα κι όταν η σχέση μας ήταν μια μικρή κάμπια, ένα τίποτα ακόμα. Τη σεβάστηκα. Ακούς! Με τον προκομμένο είχαμε μέχρι τότε ανταλλάξει πολλά βλέμματα και πολύ λιγότερα λόγια, στην προβλήτα κυρίως. Εγώ με τον πιο μεγάλο σε ηλικία ξάδερφό μου, που ήταν και βαφτιστήρι της μάνας μου. Ο «βαφτιστικός», έτσι τον λέγαμε. Εκείνος με την κάργια την αδερφή του, πώς τον κοιτούσε, Θεέ μου σχώρα με… Άντε να μην πω, αρκετά μου έχει μαυρίσει την ψυχή το γύναιο. Γνώριζα ότι θα είχε έξοδο την Καθαρά Δευτέρα. Να συναντηθούμε δήθεν τυχαία στην προβλήτα θα ήταν αδύνατο διότι εμείς κάθε τέτοια μέρα, πλην της πρώτης μετά τον θάνατο της Ιόλης, την περνούσαμε στο κτήμα της θείας Αιγυπτίας με το χρυσό δόντι. Ας περνούσε από εκεί δήθεν τυχαία άμα ήθελε. Το μήνυμα τού το έδωσε ο βαφτιστικός. Μου απάντησε, μέσω του βαφτιστικού πάντα, ότι θα περνούσε με το ποδήλατό του στις τρεις. Ήταν δύο τα χρυσά δόντια της θείας Αιγυπτίας αλλά όταν χαμογελούσε φαινόταν μόνο το ένα. Της λέω μια μέρα «Αχ, αυτό το χρυσό σας δόντι θεία… Σας προσδίδει ένα πρεστίζ». «Είναι δύο, μου λέει, κι άντε από δω παλιόπαιδο που θα με ειρωνευτείς μεγάλη γυναίκα, σα δεν ντρέπεσαι!». Δεν ήταν ακριβώς θεία μου, ήτανε θεία της μάνας μου, αδερφή της γιαγιάς Πελαγίας. Είχε γεννηθεί στο Κάιρο, όπως κι η γιαγιά, αυτήν, που ήταν η πρωτότοκη, την ονόμασαν Αιγυπτία, κι όχι, δεν ήταν προς τιμήν της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, απλά την είπανε Αιγυπτία. Αυτό ήταν το όνομά της. Της είχαν δώσει κι ένα χριστιανικό όνομα για το τυπικό. Κατερίνα. Δεν τη φώναζε κανείς έτσι. «Και στον τάφο μου Αιγυπτία να γράψετε» έλεγε συχνά. «Μην τυχόν και μου γράψετε «Αικατερίνη» γιατί θα βρικολακιάσω και θα σας πιω το αίμα». Εγώ την φώναζα και θεία γύφτισσα που κατά βάθος της άρεσε νοουμένου ότι δεν υπήρχαν άλλοι μπροστά. Μια φορά που την είχα αποκαλέσει έτσι μπροστά από τον δεξιό ψάλτη του Αγίου Δημητρίου έπεσε επάνω μου να με φάει, «Ποιαν είπες γύφτισσα μωρή ανάγωγη. Τώρα να το πω στη μάνα σου να σε φτιάξει. Παραπήρες θάρρητα. Άντε από κει χάμω, παλιοκόριτσο». Όταν είχαμε μείνει μόνες τα απέσυρε όλα, «Έλα βρε Φιλομηλάκι, πρόσεχε που τα λες αυτά. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Δεν ξέρουν όλοι από χωρατά, χώρια που παίρνουν τοις μετρητοίς ό,τι λες, ειδικά άμα στέκονται σε ψαλτήρι ή άμβωνα. Η δουλειά τους είναι, δεν τους αδικώ». Είχε μια γλυκύτητα η Αιγυπτία. Ήταν μια καλοπροαίρετη τουλούμπα που κατά τραγική μοίρα είχε μείνει, εν πολλοίς, αφάγωτη. Και το φως που ανέδυε το χρυσό της δόντι, στο κέντρο περίπου της άνω γνάθου, της έδινε λίγη από την αίγλη της ανατολής. Το κτήμα με τις νεραντζιές ανήκε στον μακαρίτη τον άντρα της. Στην είσοδο της πόλης ήτανε. Στην αριστερή γωνιά από την είσοδο, είχε ένα μικρό παράπηγμα για τα χρειαζούμενα. Εκείνος θα ερχόταν στις τρεις με το ποδήλατο. Ένα κόκκινο ποδήλατο, μες στην ειρωνεία. Λες κι η νιότη έχει ανάγκη απ’ αυτά για να εκτιναχθεί. Φορούσα ένα κίτρινο φόρεμα και την γκρίζα μου ζακέτα. Είχε καλό καιρό. Η Αιγυπτία φορούσε ένα φόρεμα με λαχούρια που εμένα μου θύμιζαν ανέκαθεν μελιτζάνες και κατ’ επέκταση ιμάμ μπαϊλντί. Εν πάση περιπτώσει… Τα μαγειρικά καθήκοντα έπεφταν πάντα στους ώμους της Αιγυπτίας. Οι υπόλοιπες γυναίκες του σογιού μου δεν έκαναν τίποτα, ας τολμούσαν δηλαδή, κάτι τέτοια η Αιγυπτία τα εξελάμβανε ως προσβολές, «ντροπής πράγματα». Η μάνα μου, ωστόσο, είχε πάρει χαλβά για τον καφέ, «Γιατί καλέ, δεν σου γεμίζει το μάτι το σάμαλί μας», είπε η Αιγυπτία, παραλαμβάνοντας το γλυκό. Αυτό δεν ήταν τραπέζι. Ήταν ο κήπος του Αλλάχ, με γεμιστές σουπιές, χταπόδι καθιστό, μπριάμ, πατατοσαλάτα, μελιτζανοσαλάτα, λαχανόπιτες, ταχυνόπιτες κι άλλα της ανατολής. Ήτανε όλοι εκεί, οι αδερφές της μάνας μου, οι άντρες τους, τα ξαδέρφια μου, η γιαγιά Πελαγία που περνούσε την τελευταία της Καθαρά Δευτέρα και κάτι μου λέει πως το γνώριζε καλά αυτό. Όλοι εκτός απ’ την Ιόλη που έσκασε μύτη στις τρεις παρά πέντε. Ήταν μια άσπρη πεταλούδα με μικρούς κόκκινους κύκλους. Έκανε ένα γύρο πάνω από το τραπέζι κι αποχώρησε. Μόνο εγώ και η μάνα μου την προσέξαμε. Κοίταξε το έντομο και μετά σκοτείνιασε. Συναντήθηκαν τα βλέμματά μας, «αυτή είναι» είπαμε χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη. Είδα ξαφνικά το πρόσωπο της μάνας μου, λες και το έβλεπα για πρώτη φορά. Είχε γεράσει μέσα σε τρία χρόνια, ήταν μια γριά σαράντα δύο ετών. Ποιος ουρανός, ποια θάλασσα ποια βρύση δεν θολώνει Ποια μάνα χάνει το παιδί κι η λύπη δεν τη λιώνει; Η γυναίκα που είχα απέναντί μου δεν ήταν η μάνα μου. Ήταν μια άλλη που είχε πάρει τη θέση της. Η ίδια είχε εκδημήσει μαζί με την κόρη της, ίσως να είχε γίνει κι αυτή μια ευφρόσυνη πεταλούδα. Κάπου, σε κάποια άλλη χώρα, σε ένα φιλόξενο λιβάδι γεμάτο ομοαίματες πεταλούδες που ξέρουν και τιμούν τα τραύματα η μία της άλλης, χωρίς περιττές κουβέντες και προπαντός χωρίς ευχολόγια. Δεν βρίσκει το δίκιο του ο άνθρωπος με το θάνατο. Ίσως και να ναι καλύτερα έτσι, να υπάρχει μια μονίμως διασαλευμένη σχέση. Αναρωτιέμαι κάποτε πώς θα ήμαστε αν είχαμε εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου. Αν είχαμε όλοι δεχθεί ότι από την ώρα της γέννησής μας, ή μάλλον όχι, από τη στιγμή της σύλληψής μας, είμαστε ετοιμοθάνατοι. Ο άνθρωπος γίνεται υπέροχος όταν χαστουκίζει το θάνατο. Γίνεται ένας μικρός θεός, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος. Θα ήταν μεγάλο κρίμα να προσκυνήσει ο άνθρωπος το θάνατο… Όχι, για τ’ όνομα του Θεού! Με περίμενε λίγα μέτρα έξω απ’ την είσοδο. Το ποδήλατο το είχε ακουμπήσει στο σώμα του. Εκείνο το τόσο παράδοξο ποδήλατο, που θα έπρεπε να είχε πάρει μαζί της η αποκριά. Τι γύρευε εκείνο το ποδήλατο ανάμεσά μας, την πρώτη μέρα της Σαρακοστής; Μου χάιδεψε το χέρι και μου είπε πόσο χαιρόταν που με έβλεπε, πως θα έφευγε για κάποιο διάστημα αλλά θα επέστρεφε για το Πάσχα. «Σου έχω ξαναπεί πόσο όμορφα είναι τα μαλλιά σου;», με ρώτησε. Όχι, πρώτη φορά μου το έλεγε. Δεν θυμάμαι τι του απάντησα. Μόνο το πρόσωπό του θυμάμαι, την όψη των είκοσι τριών του χρόνων. Όταν την κοιτάς τη νιότη δεν βλέπεις πότε την πτώση της. Και καλά κάνεις! Η νιότη ουδέποτε εκπίπτει, άλλωστε. Δεν ήξερα τι θα έπρεπε να πω, τι όφειλα να πράξω. Μακάρι να ήμουν μια πεταλούδα να τον ακολουθούσα στο ταξίδι του, χωρίς να του γίνομαι βάρος. Ήμουν, όμως, ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι που όφειλε να επιστρέψει στο σαρακοστιανό τραπέζι για να μην κινήσει υποψίες. Δεν θα ήταν και το τέλος του κόσμου βέβαια. Τι θα έλεγα; Τα πράγματα δεν είχαν ξεκαθαρίσει, όχι ακόμη. Δεν ήξερα τι ένιωθα γι’ αυτόν. Ακούστηκαν βήματα. Ήταν η Αιγυπτία, μας είχε πάρει το μάτι της. Μόλις την είδε να πλησιάζει, καβάλησε το κόκκινο ποδήλατο. Γύρισε και με είδε, «Θα σε δω το Πάσχα», δίστασε λίγο, χαμήλωσε το βλέμμα, «σ’ αγαπώ», ψέλλισε χωρίς να με κοιτάζει. Αυτό ήταν! Η τόση δύναμη μιας λέξης. Μιας τόσης δα λεξούλας. Εκεί που δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου γίνεται, εκεί που δεν είσαι σε θέση να ταξινομήσεις τις σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου, ακούς μια λέξη και μπαίνουν όλα στη θέση τους. Όλα. Πίσω από αυτή τη δήλωση ένιωθα καθαρά πως καραδοκούσε μια συνεσταλμένη ερώτηση, «Εσύ Φιλομήλα μ’ αγαπάς; Θα καβαλούσες ένα κόκκινο ποδήλατο και θα ερχόσουν να με βρεις σε ένα άλλο κτήμα. Θα άφηνες την οικογένειά σου, χρονιάρα μέρα, και θα ερχόσουν να με δεις για λίγα μόνο λεπτά. Εσύ δεκαοχτάχρονη Φιλομήλα, μοναχοκόρη πια, μ’ αγαπάς;» Μα πώς; Ναι! Βέβαια. Δεν λέω τίποτα. Δεν απαντώ σ’ αυτή την άδηλη ερώτηση. Οι πιο σκληρές ερωτήσεις είναι αυτές που κρύβονται πίσω από τις παραδοχές. Είναι σκληρές γιατί δίνουν το δικαίωμα στο παραλήπτη τους να τις αφήσει αναπάντητες. Μετά μπαίνουν στο αίμα του και τον ορίζουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Οι αλύτρωτες ερωτήσεις τροφοδοτούν την πυρά της κολάσεως. Τώρα έβλεπα το μπλε σακάκι, το κόκκινο ποδήλατο και τα είκοσι τρία του χρόνια να απομακρύνονται. Ήξερα ότι θα τον παντρευόμουν. Εκείνη τη στιγμή γνώριζα την εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν νιώσει το προγεγραμμένο ο άνθρωπος, κλονίζεται. Αισθάνεται τη μηδαμινότητά του, την ανικανότητά του να καθορίσει ο ίδιος το ρου του βίου του. Ήξερα ότι εκείνο το κόκκινο ποδήλατο απομάκρυνε το μέλλοντα σύζυγό μου. Ήξερα ότι το κόκκινο ποδήλατο είχε μέσα στο καλάθι του το μέλλον μου και πως σύντομα θα μου το έφερνε πίσω. Γραμμένο και καλά γνωστό. Κι η δική μου η νιότη; Η δική μου η βούληση; (γελάει) Ποιος τα λογαριάζει αυτά όταν είναι ερωτευμένος. (προσπαθεί να πετάξει τον χαρταετό στην αυλή) Το κάθε πράγμα έχει και το χρόνο του, έχει και τον τόπο του. Ναι, είναι κι η θέληση, η επιθυμία ίσως, αλλά αν δεν συναινέσουν τα στοιχεία, δεν απογειώνεται τίποτα. Είμαι ένας χαρταετός που δεν θα πετάξει ποτέ. Ευγενικός μες στην αταραξία του. Συνεπής μέσα στη θλίψη του. Πώς να πετάξω αφού κουβαλώ αυτό το «κι εγώ σ’ αγαπώ» που δεν το είπα εκείνη την Καθαρά Δευτέρα, μπροστά απ’ το κόκκινο ποδήλατο, σ’ εκείνον που έμοιαζε ότι θα παρέμενε εσαεί είκοσι τριών ετών. Το είπα αργότερα μα δεν λυτρώθηκα. Τι μας εμποδίζει να πούμε αυτό που αισθανόμαστε; Ποια ένστικτα μπαίνουν σε μια λανθάνουσα τροχιά και μας κλείνουν το στόμα; Γιατί γίνεται ο άνθρωπος χαρταετός σε περίκλειστη αυλή, σε μια πόλη άδεια, στο τέλος ενός κάποιου Ιουλίου που ευδόκησε μόνο ζέστη κι άνυδρα φύλλα. Η θεία Γύφτισσα- παρεμπιπτόντως, κι εξ Αθηνών να ήταν η συχωρεμένη, πάλι γύφτισσα θα την έλεγα, το εξ Αιγύπτου ήταν το πρόσχημα- κρατούσε ένα πιάτο με ένα μεγαλοπρεπέστατο κομμάτι σάμαλι. Μου χαμογέλασε προτάσσοντας το καύχημα την άνω γνάθου της. «Τον αγαπάς ε;». Δεν απάντησα. Το είχε λάβει το μήνυμα. «Το κατάλαβα γι’ αυτό του έφερα γλυκό καθώς πρέπει, όχι τη μετριότητα της μάνας σου», μου είπε γελώντας για να συνεχίσει «πόσες φορές της το χω πει. Εκατόν, διακόσιες, έχω χάσει το λογαριασμό. Μωρή μην τον κάνεις τόσο πηχτό το χαλβά. Θέλει και λίγο λάσκο. Βάζε λιγότερο σιμιγδάλι. Αυγά στον τοίχο πετάω, κάθε φορά χειρότερο τον φτιάχνει. Τι να της πεις και δαύτης, σάμπως σκοτίστηκε για το χαλβά που την έχει φάει το μαράζι της αδερφής σου… Ώστε τον αγαπάς, τρομάρα σου!». Δεν αποκρίθηκα ούτε κι αυτή τη φορά. Τι να έλεγα. Ήταν ηλίου φαεινότερο. Πήρε να με ταΐζει σάμαλι, «Φάε να στήσεις π’ ανάθεμά σε. Άκου… Αυτή είναι η μοίρα σου παιδί μου. Το νιώθω. Μακάρι να είσαι καλότυχη. Αλλά…». Αλλά τι, τι έβλεπε; «Τίποτα, τίποτα. Κι εγώ μη νομίζεις. Ήθελα, αμέτι μουχαμέτι να μείνω στο Κάιρο. Δες με τώρα εδώ. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Ευτύχιος, γεροντοπαλίκαρο. Δώδεκα χρόνια γάμου, τα κακάρισε χωρίς να με δυσκολέψει, ας είναι καλά εκεί που είναι, μου έμεινε το σπίτι, το κτήμα κι η σύνταξη ταξιάρχου. Αν είχα ορίσει έτσι την ευτυχία θα ήμουν ευτυχής». Και πώς έπρεπε να την ορίσω εγώ δηλαδή; «Μην τον σκαλίσεις στη πέτρα τον ορισμό παιδί μου. Να μπορείς να τον αλλάξεις στην πορεία της ζωής σου, άμα χρειαστεί. Που θα χρειαστεί», απάντησε η χρυσοδόντα με μια απάθεια σχεδόν ανατριχιαστική. Μα αν οριζόταν η ευτυχία κατόπιν εορτής, θα ήμασταν όλοι ευτυχείς! Για να έχει αξία ο ορισμός, θα πρέπει να είναι a priori. Ήταν εμφανές πως η Αιγυπτία δεν είχε διάθεση για φιλοσοφικές συζητήσεις. «Η ζωή δοκιμάζει, παιδί μου, παιδεύει, βασανίζει κιόλας, αλλά δίνει και στηρίγματα, κατέχει, όσο καμιά άλλη την τέχνη της παραμυθίας, κι εσύ είσαι τόσο όμορφη, τόσο νέα… Μόνο να τρως λίγο παραπάνω, μην μου στενοχωρείς τη μάνα σου. Είναι καλή μαγείρισσα η ανιψιά μου, άσε που την πειράζω κάποτε. Περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν, βέβαια». Είχε αρχίσει το καλαμπούρι, όμως, εγώ έβλεπα ότι μαζί με το χρυσό δόντι γυάλιζαν δυο διαμαντάκια στα μάτια της. Η γυναίκα δίπλα μου δεν ήταν η περιχαρής θεία Αιγυπτία, η καλοσυνάτη, η άριστη μαγείρισσα, με τα παραπανίσια κιλά, «η προίκα μου απ’ την Αίγυπτο», κατά την ίδια. Ήταν μια άγνωστη που είχε ενδυθεί μια ευτυχία που ορίζεται κατά το δοκούν. Άμα δεν είναι αυτό δυστυχία, εμένα να μη με λένε Φιλομήλα, σκέφτηκα. Δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτ’ άλλο. Επιστρέψαμε αμίλητες στο παράπηγμα. Ήταν η ώρα του καφέ, άλλωστε. Ώρα ιερή για την Αιγυπτία. Ακολούθησε το πέταγμα του χαρταετού, ενός μικρού χαρταετού με γεωμετρικά σχήματα. Την πτήση την παρακολουθούσα από μακριά, δεν συμμετείχα. Τον έβλεπα που πετούσε. Αν είχα την εξουσία, θα έκοβα το σχοινί και θα τον άφηνα να πραγματώσει το ταξίδι του. Να πετούσε πάνω από τη μικρή μας πόλη, πάνω από το πατρικό μου, πάνω από το σπίτι του μέλλοντα συζύγου μου, να πήγαινε και κατά την Αίγυπτο στο κονάκι που ονειρευόταν η Αιγυπτία στο Κάιρο, μετά σε ένα ευλογημένο λιβάδι όπου έχουν στήσει τη δική τους πολιτεία πεταλούδες ψυχές, να εύρισκε την Ιόλη μας, να της έλεγε πως έχουν όλα εκπέσει χωρίς αυτή. Να έβρισκε και τη μάνα μου που είχε πεθάνει με την κόρη της, μια πεταλούδα κι εκείνη. Να έβρισκε κι ένα αυγό πεταλούδας που θα εκκολαπτόταν μετά από χρόνια πολλά και θα στεκόταν σε περίκλειστη αυλή, με γειωμένα φτερά, κρατώντας ένα χαρταετό, αναζητώντας τόπο να σκορπίσει την ασάφεια της ζωής της. (ξαναπροσπαθεί να πετάξει το χαρταετό) Θέλω να μακαρίσω όλες τις πεταλούδες. Και τις ψυχές που τις κατοικούν. Και τα σώματα που ήταν πριν γίνουν ψυχές. Τα βάσανά τους. Τους έρωτές τους. Τα όνειρά τους. Ποια τεφροδόχος τα φυλάει απόψε; Όμως δεν πρέπει να απελπίζεται κανείς γιατί πάντα θα υπάρχει ένα κόκκινο ποδήλατο, ένας πράσινος χαρταετό πάντα θα βρίσκεται. Η Αιγυπτία θα φτιάχνει το σάμαλι έστω κι αν έχει αστοχήσει, και πάντα θα επιμένει να φέρνει την ευτυχία στα μέτρα της μικρής της πόλης. Κι εγώ λέω να αλλάξω χρώμα μαλλιών. Πάντα ήθελα να γίνω ξανθιά. Ίσως μετά το δεκαπενταύγουστο. Να κάνω και το πρώτο μου μπάνιο, το πρώτο μετά από πάρα πολλά χρόνια, ως ξανθιά πλέον. Ξανθιά, αδέσμευτη κι εντελώς μόνη. Εντελώς. Χωρίς υπεκφυγές και καλύμματα. Τα καλά της σαφήνειας. (αφήνει το χαρταετό, παίρνει την τεφροδόχο) Απόψε, λοιπόν, λέω να σκορπίσω την τέφρα σου στο κτήμα της θείας Αιγυπτίας, στην είσοδο της μικρής μας πόλης, με την πλατεία των Ευμενίδων στο κέντρο της. Ποιο κτήμα; Σήμερα είναι πολυκατοικία με πολυτελέστατα διαμερίσματα και με κηπουρό. Στην αριστερή πλευρά βρισκόταν η πάλαι ποτέ είσοδος του κτήματος. Εκεί. Εκεί όπου στεκόσουν έχοντας ακουμπήσει το παράδοξο ποδήλατο στο σώμα σου. Εκεί θα σκορπίσω την τέφρα σου. Πριν το πράξω, θα πρέπει να σου ομολογήσω πως ναι, κι εγώ σ’ αγαπώ! Την είχα αφήσει εκεί αυτή την ανείπωτη παραδοχή. Στο χώμα. Δεν την κάλυψε το μπετόν, ούτε τα αλλόχθονα φυτά που τότε βρίσκονταν σε άλλη ήπειρο. Έμεινε εκεί ανέπαφη. Θα σκύψω, θα τη σηκώσω και θα στην δώσω. Κατόπιν, θα μπω στον κήπο και θα αφήσω την τεφροδόχο κάτω από ένα δέντρο. Το πιο πονετικό. Όταν το δω, θα το γνωρίσω. Να έρθει η Αιγυπτία να χωρέσει μέσα τα όνειρά της. Κάθε γυναίκα κουβαλά μια τεφροδόχο. Άλλες χρυσή, άλλες ξύλινη, κάποιες από πυλό. Εγώ δεν θέλω να κρατάω τίποτα πια, για όσα χρόνια ακόμη μου χρωστάει ο Θεός. Μ’ ακούς ή μόνη μου τα λέω, μόνη μου τα ακούω; Αύριο να θυμηθώ να πάρω τηλέφωνο τη Σοφία για τη βαφή. «Το συντομότερο δυνατόν, Σοφία μου», θα της πω. Δεν έχω και πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Έχω περάσει τα πενήντα τέσσερα κι αδημονώ να μεταλλαχθώ σε Βορειοευρωπαία, διότι ως κόρη της Μεσογείου, είδα τα χαΐρια μου. (Σβήνουν τα φώτα)

 

 

 

IV. Ο καρπός της κοιλίας μου

- η τρίτη ιστορία

(Η τεφροδόχος στο τραπέζι. Το πάπλωμα ανοιχτό στο κέντρο της αυλής. Η Φιλομήλα ξαπλωμένη επάνω του) Ο γυναικολόγος μού είχε πει επανειλημμένως ότι θα γεννούσα στις είκοσι οκτώ Απριλίου. Εκείνο που δεν είχα αντιληφθεί είναι πως δεν επρόκειτο για κάποιο συμβόλαιο, ως προς τη μέρα της γέννας, εννοώ. Ήταν ένα ήπιο απόγευμα στη μέση της Άνοιξης. Ξάπλωνα, είχα ανεπαίσθητους πόνους. Πέντε μέρες απέμεναν μέχρι τον τοκετό, έτσι πίστευα, τουλάχιστον. Φοβόμουν, γιατί να το κρύψω. Δεν είναι εύκολο πράγμα η πρώτη γέννα ή μάλλον όχι, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Η ώρα της σύλληψης, το παράθυρο ανοιχτό, η φύση ανοιχτή, όλα συναίνεσαν και τώρα να περιμένω και να έχω…. να έχω κατουρηθεί! Του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ημέρα Πέμπτη, κατά τις πέντε το απόγευμα. Φώναξα τη μάνα μου. Ο προκομμένος ήταν στο γραφείο, του πατέρα του τότε, «Μαμά, τρέξε κατουρήθηκα!». Όταν ήρθε, μου είπε να κάνω πέρα και μυρίστηκε τα κάτουρα, «Ο Χριστός κι η Παναγία, παιδί μου, μου κάνει, έσπασαν τα νερά!». Σε δέκα λεπτά ήμασταν στο αμάξι. Οδηγούσε ο βαφτιστικός που δεν μπορούσε να κρύψει την ταραχή του. Πόνους πολλούς δεν είχα, άρα δεν υπήρχε περίπτωση να γεννήσω καθ’ όδον. Το τόνισα για να ηρεμήσει. Του κάκου. Φτάσαμε αισίως στο μαιευτήριο. Ήμουν για γέννα, είπε ο γιατρός. Ζήτησε να με ετοιμάσουν αμέσως, δεν υπήρχε χρόνος για τον ευπρεπισμό. Ήταν γραφτό μου να γεννήσω απρεπώς. Τρίχες! Άρχισαν να αυξάνονται οι πόνοι χωρίς να είναι ακόμα ανυπόφοροι. (παίρνει τη στάση της γέννας) Δεν θέλω να τα πολύ θυμάμαι. Αν και πρωτόγεννη, είχα εύκολη γέννα, δεν έχω κανένα παράπονο. Από εκείνο το απόγευμα, μου έμεινε μόνο μια αλληλουχία γεγονότων, χωρίς λεπτομέρειες, κάτι σαν τίτλοι κεφαλαίων χωρίς τα κείμενά τους. Πόνοι έντονοι μεν, υποφερτοί δε, το κλάμα του μωρού, το κενό στο σώμα, ένα αναπάντεχο ρίγος-έτρεμα σαν το σκυλί- και βαθύς ύπνος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του θανάτου. Κοιμήθηκα τόσο βαριά τον ύπνο εκείνο, τον κενό από όνειρα. Θέλω να πιστεύω πως είχα ονειρευτεί. Βρισκόμουν λέει στο κτήμα της θείας Αιγυπτίας. Δεν ξέρω γιατί το είχα υιοθετήσει αυτό το όνειρο. Δεν άντεχα τη στειρότητα του ύπνου μου. Κρατούσα λέει ένα λουλούδι. Έναν ιβίσκο. Μια πεταλούδα καλοσυνάτη, η Ιόλη μας, ήρθε κι ήπιε το νέκταρ του. Διψούσε το χρυσό μου, τόσο δρόμο είχε κάνει για να ρθει να με βρει, δωδεκάχρονο έντομο από την άλλη όψη του κόσμου. Αχ Ιόλη, τα μαλλιά σου… Μονάχα αυτά κλαίω. Που είναι τα μαλλιά σου απόψε; Ήπιε το νέκταρ και με τη δεξιά φτερούγα πήρε και σκόρπισε λίγη γύρη πάνω στο στίγμα. Ένιωσα μια ζαλάδα, κάτι σκίρτησε μέσα μου. Κάτι ενώθηκε και κάτι αποσυνδέθηκε για πάντα και τότε έγινα ένα με το λουλούδι. Πήρα το γονιμοποιημένο ωάριο κι είπα πως θα το μεγαλώσω εγώ, θα το θρέψω, θα το γεννήσω, θα το φυτέψω και θα ζω μέσα στις ίνες του νέου φυτού και σ’ αυτές των παιδιών του, οπού κι αν τα στείλει ο άνεμος. Έγινε η μήτρα μου η ορχήστρα μιας νέας κοσμογονίας. Εγώ η Φιλομήλα που γεννήθηκα γυναίκα έζησα αιώνια ως φυτό. Ιόλη, απόψε… απόψε, δεν… Με αυτό το όνειρο προίκισα εκείνο τον ύπνο που δεν ξέρω πόσο κράτησε. Η μάνα μου μού είπε ότι ξύπνησα την επομένη, λίγο μετά τις δύο το απόγευμα. Δεν θυμάμαι τίποτα, το μόνο που θυμάμαι είναι εκείνον με το άδειο του βλέμμα. Μου χάιδεψε τα μαλλιά, «Φιλομήλα, λυπάμαι», είπε μόνο. Για ποιο πράγμα λυπόταν. Ποιο απ’ όλα; Μήπως γιατί, όταν έσπασαν τα άτιμα τα νερά αυτός ήταν εκτός, που δεν ανταποκρινόταν στα αγωνιώδη τηλεφωνήματα της μάνας μου, που δεν ήταν εδώ για τη γέννα; Όχι, για τίποτα απ’ όλα αυτά. Μόνο επειδή, όπως μου έλεγε τώρα με φωνή σταθερή, «το παιδί μας δεν είναι πια». (παύση, ξαπλώνει ανάσκελα στο πάπλωμα, χαϊδεύει την κοιλιά της, μετά ανακάθεται) Θέλω γλυκό! Το παθαίνω αυτό. Όλο και πιο συχνά όσο μεγαλώνω. Έτσι στα καλά καθούμενα, λιγουρεύομαι πράγματα. Μικρή δεν μου άρεσαν πολύ τα γλυκά, όχι τα γλύκα γλυκά. Και στη μηλόπιτα, που είναι το αγαπημένο μου γλυκό, πολλή ζάχαρη δεν βάζω. Μισό ποτήρι μαύρη ζάχαρη, το πολύ. Αν είναι ώριμα το μήλα, δεν βάζω καθόλου. Τα σοτάρω στο τηγάνι με βούτυρο και κόκκινο κρασί. Καραμελώνουν με τη δική τους ζάχαρη, γιατί να προσθέσω άλλη; Τώρα για να πω την πάσα αλήθεια, θα ήθελα κάτι πιο δροσιστικό... Λίγη μουσταλευριά, ας πούμε. Ένα πιάτο μουσταλευριά. Ένα πιάτο με ανάγλυφα αμπελόφυλλα κι ένα κουτάλι χρυσό. Δεν έχω φτιάξει ποτέ μουσταλευριά, μας στέλνουν πεσκέσι κάτι μακρινές ξαδέλφες, ιέρειες του συγκεκριμένου εδέσματος. Ανύμφευτες. Και οι πέντε… Αρχάς Οκτωβρίου έρχεται και μας βρίσκει. (προς την τεφροδόχο) Πού είχαμε μείνει; Α, ναι, στο παιδί που δεν ήταν πια. Έτσι έμαθα το θάνατο του παιδιού μου που είχε φύγει λίγα λεπτά μετά τη γέννα. Ήρθε, είδε κι απήλθε. Δεν το αδικώ. Πόσο, όμως, θα ήθελα να είχε μείνει. Εδώ, μαζί μου… Έγιναν όλα ερήμην μου. Το παιδί πέθανε, το είπαν στους οικείους μου, μετά το ξεφορτώθηκαν, σαν μίασμα για τη μικρή μας πόλη, με την πλατεία των Ευμενίδων στο κέντρο της. Δεν έμαθα ποτέ τις λεπτομέρειες. Δεν ζήτησα πότε να μάθω το φύλο του παιδιού. Έμεινα να λέω για τριάντα ένα χρόνια, «το παιδί». Το παιδί το δικό μου που ήταν μόνο για λίγα λεπτά. (παίρνει την τεφροδόχο αγκαλιά και κάνει τις ανάλογες κινήσεις) Που δεν το κοίταξα ποτέ, που δεν το κανάκεψα ποτέ, που δεν το θήλασα ποτέ. Το παιδί μου. Χωρίς όνομα. Χωρίς φύλο. Χωρίς τόπο. Κι εγώ ήμουν για λίγα μόνο λεπτά η μητέρα του, για εκείνο το λίγο που επέτρεψε η μοίρα να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας. Ήμουν κι εγώ μητέρα για λίγα λεπτά. Ενός μωρού ουδέτερου. Δεν είναι πως δεν θα μπορούσα να τα είχα ξεδιαλύνει όλα αυτά. Οι ερωτήσεις θα ήσαν σύντομες και σαφείς. (σε κάθε ερώτηση χαστουκίζει την τεφροδόχο) Γιατί πέθανε; Που το πήρατε; Αγόρι ήτανε ή κορίτσι; Γιατί δεν είχαν τηρηθεί οι νόμοι της μικρής μας πόλης; Πώς ήταν το πρόσωπό μου όσο ζούσε; Πόσες σιωπές κάλυψαν τα ερωτηματικά αυτά και πόσα μαξιλάρια δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τους χυμούς τους; Πόσες διελκυστίνδες άντλησαν σώμα κι αίμα από τη σάρκα τους; Γιατί επιλέγει ο άνθρωπος τη σιωπή; Γιατί αποστρέφει το πρόσωπό του απ’ την αλήθεια; Γιατί κλείνεται σε περίκλειστη αυλή τον Ιούλιο; Και γιατί το πιάτο με τη μουσταλευριά φτάνει πάντα όταν το έχουμε λιγότερη ανάγκη; Γιατί δεν τη χτυπά απόψε την πόρτα το χέρι με τη μουσταλευριά και τα ανάγλυφα αμπελόφυλλα; Μακάρι να ξερά! Ο ετεροχρονισμός είναι ο τρόπος που έχει επιλέξει ο Θεός για να μας αποδείξει ότι, συν τοις άλλοις, διαθέτει και χιούμορ. (σιωπή) Σήμερα θα ήταν τριάντα ενός ετών. Αν ήτανε κορίτσι, ίσως να ήταν ασκούμενη ιατρός ή καθηγήτρια ιταλικών. Μπορεί να ήταν και μουσικός. Θα είχε ξανθά μαλλιά και θα αγαπούσε τις φράουλες. Ποιος ξέρει; Ποιος μπορεί να ξέρει στ’ αλήθεια; Ίσως να ήταν και παντρεμένη, θα είχε αποκτήσει το πρώτο της παιδί, ένα κοριτσάκι, τη Φιλομήλα. (γελά) Θα ήταν όμορφη, παρότι δεν μπορώ να φανταστώ την εξέλιξη του προσώπου της αφού δεν το έχω δει ποτέ. Μπορεί να ήταν και ζωγράφος, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Αν ήτανε αγόρι, θα γινόταν οπωσδήποτε δικηγόρος. Αναντάν παπαντάν το δικηγοριλίκι στο σόι το προκομμένου. Θα είχε βέβαια τελειώσει την άσκησή του και θα είχε αποκτήσει αρκετή πείρα πλάι στον πατέρα του. Ίσως να είχε αποκτήσει και πολιτικές φιλοδοξίες, μπορεί να ήταν κι υποψήφιος στις επερχόμενες εκλογές. Θα είχε καστανά μαλλιά και θα καλλιεργούσε σαλιγκάρια. Πράσινα μάτια, λευκό δέρμα. (χαϊδεύει την τεφροδόχο) Όπως εσύ. Θα είχε μόλις αρραβωνιαστεί. Θα ήταν ευτυχισμένος. Θα έψαχναν το καινούριο τους σπίτι. Ποιος ξέρει; Ποιος μπορεί να ξέρει στ’ αλήθεια; Άμα ένωνα τα Αν της ζωής μου θα έφτανα μέχρι το Κάιρο, στο σπίτι όπου γεννήθηκε η Αιγυπτία και θα έπαιρνα το χρυσό της δόντι. Να το δώσω στο χρόνο να ομορφύνω το χαμόγελό του. Πώς μπορεί να εμπαίζει έτσι τους ανθρώπους, χωρίς να αισχύνεται. Το παιδί μου θα ήτανε τώρα τριάντα ενός ετών. Είτε αγόρι ήτανε, είτε κορίτσι, θα ήταν χαρούμενο. Κι όμως, ήτανε μόνο για λίγα λεπτά. Ο πατέρας του είδε νωρίς πως, μαζί μου δεν επρόκειτο να αποκτήσει τον διάδοχο του θρόνου. Ήμουν για εκείνον ένας άγονος αγρός που ότι κι αν του ρήξεις πάει στράφι. Ένας νέος αγρός του κεραμέως. Να μην μιλήσω και για τη σκύλα την αδερφή του. Εκείνον δεν τον αδικώ. Κάθε άνθρωπος θέλει τη συνέχειά του κι όποιος του τη φράσσει, γίνεται εχθρός του, δεν πα να τους δένει το αίμα σφιχτά, δεν πα να τους έχουν δέσει ερήμην τους με όρκους αιώνιους. (γελά) Έπεσε όλο το φταίξιμο επάνω μου. Γιατί δεν τεκνοποίησε και με την πουτάνα του, λέω εγώ; Μήπως είχε δίκιο η Αιγυπτία; Είχε έρθει ένα απόγευμα Παρασκευής. Ήμουν χάλια, της τα πα όλα. Κλαίγαμε κι οι δύο. Για τα δικά μου, τα δικά της, εκείνα της μάνας μου, για το άγος των γυναικών του σογιού μας. «Και ποιος σου πε καλέ ότι φταίει το χωράφι. Ο σπόρος του φταίει, κακό χρόνο να χει». Υπέμεινα όλα εκείνα τα «δυστυχώς η Φιλομήλα δεν μπορεί να κάνει παιδί», βρε άι σιχτίρ από κει χάμω, τέρας της φύσεως, που δεν με έκανες μόνο χήρα χωρίς πτώμα, άλλα και μάνα δίχως παιδί! Διότι πες μου να χαρείς, λογαριάζομαι εγώ για μητέρα; Εντάξει, για εκείνα τα λίγα λεπτά που ζούσε το παιδί κι ανέπνεε, ήμουν η μητέρα του. Μετά έγινα η μητέρα ενός νεκρού βρέφους. Είμαι, όμως, μητέρα χάρις σε κείνα τα λεπτά; Τα βάζω στο ζύγι, τους εννιά μήνες της κύησης, τη γέννα, εκείνα τα λεπτά, πόσα να ήτανε, ούτε που ξέρω, λέω πως ήτανε εφτά. Τα βάζω όλα στη μία πλευρά. Στην άλλη βάζω μόνο ένα πράγμα. Που δεν είδα ποτέ το πρόσωπό του. Άρα, Φιλομήλα, δεν λογαριάζεσαι μες στις μανάδες. Ήσουν απλώς το δοχείο που κράτησε ένα γονιμοποιημένο ωάριο, ένα έμβρυο και τέλος ένα βρέφος φυγόπονο. Πόσες ασάφειες μπορεί να αντέξει μια ζωή; (μικρή παύση) Περισσότερες απ’ όσες νομίζει αρχικά. Απόψε, όμως, παραμονή του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού όλα θα ξεκαθαρίσουν. Θέλω να επιστρέψω στο σπίτι η Φιλομήλα που είναι ολομόναχη, που ήταν ανέκαθεν ολομόναχη. Μόνη μου φιλοδοξία να αποκτήσω κι εγώ ένα χρυσό δόντι, χωρίς να ανακαλώ τίποτα και κανένα. Τι μου έμεινε να ανακαλώ, άλλωστε; (δείχνει την τεφροδόχο) Όλα εδώ τα χω. Απόψε θα σκάσει σαν το ψημένο ρόδι. Θα χω και την Πολύμνια δύο φορές την εβδομάδα για τις βαριές δουλειές και για την μπουγάδα. Μου λείπει τα σαββατοκύριακα. Κατά τις μεγάλες θρησκευτικές και εθνικές εορτές. Μου λείπει η βαριεστιμάρα της, οι δικαιολογίες της, τα παράπονά της, τα ψέματά της. Μια αχαΐρευτη είναι, δηλαδή, αλλά ας όψεται που την έχω συνηθίσει. Κι εγώ τη βασανίζω κάποτε. Την αμαρτία μου τη λέω. Όπως καλή ώρα με τα ασημικά που τα γυαλίζει μια φορά το μήνα κι όχι μόνο κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα όπως συμβαίνει στα νορμάλ σπίτια. Τι την πληρώνω, να τα γυαλίζει, όχι μόνο να τα ξεσκονίζει. Και τι ξεσκόνισμα, θου Κύριε… Πάλι συγχύστηκα με δαύτην. Ελπίζω μια μέρα να με νευριάσει τόσο ώστε να τη στείλω στο διάολο, ελαφρά τη καρδία. Μόνο έτσι θα τη ξεφορτωθώ. Είναι που έχει κι αυτά τα προαισθήματα. Η γειτονία λέει πως έχει την έκτη αίσθηση. Κολοκύθια. Αν είχε την έκτη αίσθηση, πώς πήγε κι έμπλεξε με τον τεμπελχανά της, που της έχει κάνει το βίο αβίωτο. Ο έρωτας, όμως, καταργεί όλες τις αισθήσεις, στην έκτη θα κώλωνε! Όταν την είχα ρωτήσει τι προαισθάνεται για μένα ήτανε όλο ήξεις αφήξεις, «όλα είναι καλά γνωστά, και καλά θα ρθούνε και καλά θα περάσουνε, νομίζεις. Την πόρτα, όμως, τη ρώτησες;». Αυτό βρήκε να μου πει! Και ποια πόρτα να ρωτήσω; Να της αστράψω μία να της δείξω εγώ της ακαμάτρας, που δεν φοβάται Θεό! Μόλις έβγαλε το χρησμό, ζαλίστηκε, τάχα μου, και γύρισε στο σπίτι της άρον άρον. Κάτι είπε για υπογλυκαιμία, για μια φανουρόπιτα κι επτά μονοστέφανες. Μετά τα ασημικά θα της ζητήσω να ανοίξει και τη σοφίτα, να βγάλει τα έπιπλα στη ταράτσα, να μείνει το δωμάτιο μια μέρα άδειο κι ανοιχτό να αεριστεί. Να μου πλύνει και το χαλί, όχι μόνο να το ραντίσει όπως την προηγούμενη φορά. Θα το τινάξει πρώτα να φύγει η σκόνη και μετά θα γονατίσει πάνω του και θα το τρίψει (τρίβει την τεφροδόχο). Να μην μείνει ούτε μόριο σκόνης επάνω του. Ακούς! Γιατί πάνω σ’ αυτό το χαλί συνέλαβα… (γελάει χαμηλόφωνα) Καλά, δεν θα της το πω, είναι και θρήσκα, επιλεκτικά, δηλαδή, αλλά δεν θα την κρίνω εγώ. (μικρή παύση) Απ’ όλους τους καρπούς της γής ο πιο ευλογημένος είναι το ρόδι. Μια μήτρα γεμάτη αίμα και σπόρους. (σιωπή) Κι όταν το σπάσει ο άνθρωπος, δεν έχει επιστροφή. (χαμογελάει) Αχ απόψε… Ποιος μου το έταξε αυτό το πέρασμα; Το σάλτο απ’ την ασάφεια στη δυστυχία; Ας είναι, όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ. (προς την τεφροδόχο) Εσένα τι θα σε κάνω, μου λες; Λέω να σε πάω στο μαιευτήριο. Θα σ’ έχω κρύψει στην κοιλιά μου. Εκεί θα σε βγάλω και θα σκορπίσω την τέφρα σου στα σκαλοπάτια της εισόδου. Στο τελευταίο σκαλοπάτι θα σπάσω την τεφροδόχο. Μια άδεια τεφροδόχος δεν έχει θέση στον κόσμο, όπως και μια άδεια μήτρα. Ακούς! Αυτή θα είναι κι η τελευταία μου συγνώμη για το ότι ήμουν για σένα ο αγρός του κεραμέως. Μια ύστατη συγγνώμη και εκδίκηση για τόσες σιωπές. Για το ύφος σου όταν έβλεπες τις άλλες να κανακεύουν τα παιδία τους, να τα βγάζουν βόλτες, να τους αγοράζουν μπαλόνια στην πλατεία των Ευμενίδων. Κάπου υπάρχει ένα κόκκινο μπαλόνι με τ’ όνομά σου, δεν βρέθηκε κανένα παιδικό χέρι να το κρατήσει. Κάπου υπάρχει ένα πράσινο μπαλόνι με τ’ όνομά μου, δεν βρέθηκε κανένα παιδικό χέρι να το κρατήσει. Τα δυο αυτά μπαλόνια ταξιδεύουν τον κόσμο, ακολουθώντας αόρατες κλωστές. Κατόπιν, θα επιστρέψω στο σπίτι. Δέκα λεπτά να πάω, δέκα να επιστρέψω, πόσο να μείνω εκεί; Το πολύ σε μια ώρα θα χω τελειώσει. Μετά θα φάω κάτι ελαφρύ. Έχει μείνει σπανακόρυζο από το μεσημέρι. Το έκανα ελαφρύ. Λίγο λάδι, λίγο αλάτι, χωρίς κρεμμύδι. Χάρμα. Άμα μου κάνει κέφι, ρίχνω και λίγη φέτα από πάνω. Αν και δεν το νομίζω. (παίρνει από το πλάι μια μικρή κόκκινη κουβέρτα, τυλίγει την τεφροδόχο, την παίρνει αγκαλιά και αρχίζει ένα νανούρισμα) Νάνι νάνι νάνι νάνι, το μωρό μου για να κάνει. Ήρθε σύπνα από την πόλη, έλα κοίμισε τ’ αγόρι. Νάνι νάνι νάνι νάνι, το πουλάκι μου να κάνει. Στην πόλη του παρήγγειλα να φτιάξω τ’ άρματά του, στη Βενετιά τα ρούχα του και τα χρυσαφικά του. Νάνι νάνι νάνι νάνι, το αγόρι μου να κάνει. Έλα ύπνε ύπνωσέ το, Παναγιά μου φύλαξέ το. Για κάθε παιδί, έρχεται η μέρα που θα πετάξει. Για σένα είναι ετούτη εδώ η νύχτα. Η παραμονή της εορτής του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού. Η μητέρα είναι η φωλιά, μα πάνω απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα είναι το πέταγμα. Αυτή είναι η τάξη και κανείς και τίποτα δεν δικαιούται να τη διασαλεύσει. Πέτα πάνω κι απ’ αυτή την πόλη, κι απ’ αυτή την αυλή όταν μπορείς. Όχι συχνά, όποτε σου το επιτρέπουν οι θεοί κι ο άνεμο. Κι όταν το κρίνεις σκόπιμο. (Σβήνουν τα φώτα)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

V. Τον νυμφώνα μου βλέπω

- η τέταρτη ιστορία

(Η Φιλομήλα είναι όρθια, φοράει στεφάνι από κισσό, η τεφροδόχος είναι πάνω στο διπλωμένο πάπλωμα) Στο θέμα «γάμος» διέφερα από τα άλλα κορίτσια. Την τελετή, εννοώ. Δεν είχα πλάσει εικόνες έκπαγλης ματαιότητος, δεν είχα προσδοκίες, δεν φανταζόμουν το φόρεμά μου να παρελαύνει κάτω από βροχή ρυζιού και ροδοπετάλων. Για μένα, η ημέρα του γάμου ήταν ένα γεφύρι που μέσα του θα κτιζόταν το κορίτσι που ήμουν. Ένας θάνατος και μια γέννα. Τέλος πάντων, μπερδεμένα πράγματα. Η αλήθεια είναι ότι ο γάμος, όλα όσα περικλείει αυτή η διαδικασία, δεν με συγκινούσε ιδιαίτερα. Αν έλεγα, όμως, πως με άφηνε και παντελώς αδιάφορη, ψέματα θα έλεγα. Στο κάτω κάτω της γραφής μικρό κορίτσι ήμουνα, αν κι όλιγον ανορθόδοξο, όπως έλεγε η μάνα μου, με μια έκφραση μείγμα απελπισίας κι αδιόρατης προσμονής. Ο γάμος μας είχε οριστεί την τρίτη Πέμπτη του μηνός Οκτωβρίου, στις έξι το απόγευμα, βράδυ ήτανε δηλαδή, στη Μητρόπολη. Θα χοροστατούσε ο Μητροπολίτης, βεβαίως. Ο προκάτοχος του νυν Μητροπολίτου. Καλός άνθρωπος και χαμηλών τόνων, τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Προετοιμασίες είχαμε, αλλά όχι και πάρα πολλές. Η μάνα μου ήτανε απούσα απ’ όλα αυτά. Δεν ήτανε πως δεν ήθελε να βοηθήσει, αλίμονο, αλλά η χαρά αυτή, η χαρά της παντρειάς της πρωτότοκης κόρης της τής έκλεβε λίγο από το πένθος της Ιόλης μας. Δεν ήτανε πως δεν ήθελε να χαρεί. Ήτανε που δεν άντεχε αυτή την προδοσία. Έτσι την αισθανόταν νομίζω αν και δεν το μιλήσαμε ποτέ. Το βάρος είχε πέσει στους ώμους του πατέρα μου, στο βαφτιστικό και στη θεία Αιγυπτία. Αυτή είχε εμπλακεί οικιοθελώς και καλά έκανε διότι ήξερε πολύ καλά πώς να αποφορτίζει την ατμόσφαιρα και προπαντός μπορούσε να χειριστεί τη μάνα μου, «Έλα καημένη παιδί παντρεύεις πια», της έλεγε δήθεν επιτιμητικά, «και στο δικό μου το γάμο τα ίδια θα κάμεις; Τι γελάτε καλέ, ο αντιδήμαρχος όλο με γλυκοκοιτάζει. Λίγο να του κουνήσω την ουρά, πάει έδεσε το γλυκό, Ησαΐα χόρευε! Καλέ μόνο ο Ησαΐας, όλοι οι Προφήτες κι οι Μάρτυρες, από τον πρώτο ίσαμε τον τελευταίο, θα πρέπει να πιάσουν το χορό… Το χορό του Ζαλόγγου». Γελούσε η μάνα μου, ξεθώριαζε για πολύ λίγο η θλίψη της κι εμείς συνεχίζαμε το έργο μας. Τρεις μέρες πριν το γάμο ήρθε η μοδίστρα για την τελική πρόβα του νυφικού. Ένα απλό φόρεμα ήτανε, ολόισιο, με μακριά μανίκια. Το μόνο του λούσο η δαντέλα στο ντεκολτέ. Μονάχα αυτό. Έσκυψα και μου φόρεσε η Ισμήνη το βέλος, Ισμήνη έλεγαν την μοδίστρα, Θεός σχωρέστην. Με το που με βλέπει η μάνα μου εξαφανίστηκε, στο κατόπι η Αιγυπτία. Το φόρεμα ήταν έτοιμο, δεν χρειαζόταν καμία διόρθωση, “ très bien, ma chérie” είπε η Ισμήνη ανακουφισμένη. Τα γαλλικά τα είχε ξεσηκώσει από κάτι νεόπλουτες πελάτισσές της και δεν έχανε ευκαιρία να τα επιδεικνύει, εν τη ρύμη του λόγου, δήθεν. Σε λίγο επέστρεψε η μάνα μου με τη θεία της, άρχισε να καλαμπουρίζει η Αιγυπτία, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα, λες και δεν όφειλαν μια εξήγηση για την εξαφάνισή τους. Θυμήθηκε μια γνωστή της λέει στην Αλεξάνδρεια, κόρη καθηγητού στο Παρθεναγωγείο, Πηνελόπη την λέγανε. Όταν την είχαν ντύσει νύφη κι ήταν όλοι έτοιμοι για την Εκκλησία τα έκανε επάνω της! «Κατουρήθηκε;», ρώτησε η μάνα μου αδιάφορα, «Τι κατουρήθηκε, παιδί μου, χέστηκε κοτζαμάν κοπέλα, κοπέλα από σπίτι, αντέδρασε η Αιγυπτία, περίμενε κι ο Πατριάρχης στον Ευαγγελισμό. Άστα. Βατερλό. Το κακό μπορεί να σου ρθει από κει που δεν το περιμένεις, χώρια που το σκατό είναι και κακό σημάδι τέτοιες ώρες. Ό,τι χειρότερο, μακριά από μας, Παναγία μου!» Λυθήκαμε όλες στα γέλια, μα πιο πολύ η Ισμήνη. Της μπήκε μια καρφίτσα από το τράνταγμα, το γύρισε σε κλαυσίγελο. Αχ Αιγυπτία! Δεν την έπιανε κανείς σ’ αυτά. Κάποιοι προσπάθησαν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Δεν τους βοηθούσε η χωρίς εξάρσεις ζωή τους. Τι να πω. Από άνθρωπο που δεν κτυπήθηκε, μην περιμένεις χωρατό. Σίγουρα θα σε κάνει να κλάψεις, άμα το θελήσει, να γελάσεις όμως, ποτέ. Την προπαραμονή του γάμου, έρχεται απρόσκλητη η αδερφή του. Ήμουν στο δωμάτιό μου, κάθισε στο κρεβάτι. Δεν θα ξεχάσω αυτή τη σκηνή μέχρι να βγει η ψυχή μου. Όλο αναστέναζε και κάτι μούτρα, Θεός φυλάξοι, «Τι έγινε, έπεσαν έξω τα καράβια σου», τη ρώτησα, σχεδόν περιπαιχτικά. Είναι που έβλεπε τον αδερφό της στενοχωρημένο, που δεν έδειχνε σίγουρος για το γάμο, πως είχαν γίνει όλα βεβιασμένα τάχα μου κι οι γονείς τους συμφώνησαν μεν, αλλά είχαν κι αυτοί τις επιφυλάξεις τους που φαίνεται πως είχαν κλονίσει τον αδερφό. «Αν θέλει να ματαιώσει το γάμο ο αδερφός σου, της λέω, να έρθει σαν άντρας να μου το πει στα ίσα, τι σε στέλνει εσένα, κηδεμόνας του είσαι;». Όχι, δεν είχε πει τίποτα ο αδερφός της, απλά η ίδια, επειδή τον ξέρει καλά κι επειδή ξέρει και το πώς σκέφτονται οι άντρες, έβγαλε το συμπέρασμα. Από το ξέρε ξέρε είδαμε το χαΐρια της, 61 ετών στο ράφι, ποιος να την πάρει τέτοια που είναι. «Αφού είναι δικό σου το συμπέρασμα, τότε, δεν υπάρχει θέμα για μένα, εκτός κι αν μου μιλήσει ο ίδιος. Αν θες να μας χαλάσεις το γάμο, λοιπόν, θα πρέπει να τον πείσεις να ξεκαθαρίσει τη θέση του μόνος του. Άντε πήγαινε τώρα γιατί έχουμε και δουλειές». Έφυγε χωρίς να πει λέξη, δεν τη συνόδευσε κανείς μέχρι την εξώπορτα. Πάλι καλά να λέει που δεν την πέταξα έξω με τις κλωτσιές. Δεν ήταν όμως τόσο απλά τα πράγματα. Το ερώτημα παρέμενε, ενήργησε αυτοβούλως η κάργια; Και πώς θα μπορούσα να το ξεκαθαρίσω αυτό; Για άλλη μια φορά επέλεξα τη σιωπή. Δεν είπα τίποτα σε κανένα. Στη μάνα μου εξήγησα ότι η μέλλουσα κουνιάδα μου είχε έρθει για να δει αν θέλαμε καμιά βοήθεια. Δεν το χάψε, αλλά δεν είπε και τίποτα. Με τον προκομμένο είχαμε αποφασίσει ότι τις τέσσερις μέρες που προηγούνταν του γάμου δεν θα συναντιόμασταν εκτός κι αν προέκυπτε κάποιο σοβαρό πρόβλημα στις προετοιμασίες. Το απόγευμα της Κυριακής, της Κυριακής πριν το γάμο, έφυγε για το πατρικό του, ναι, αποχαιρετιστήκαμε κιόλας. Βγαίνοντας με φίλησε στο μάγουλο, «θα μου λείψεις» μου είπε, «σ’ αγαπώ» απάντησα. Ήταν το «σ’ αγαπώ» που του χρωστούσα απ’ την Καθαρά Δευτέρα των δεκαοχτώ μου χρόνων. Ήξερα, όμως, πως το δικό του το «σ’ αγαπώ» ήταν καταδικασμένο να μείνει αναπάντητο εις τον αιώνα τον άπαντα. Μου χαμογέλασε χωρίς να πει οτιδήποτε. Τώρα, λέω, πως πήρε την εκδίκησή του. Αυτό ήμαστε τελικά, δύο ετεροχρονισμένα «σ’ αγαπώ». Έξω απ’ το σπίτι δεν υπήρχε το κόκκινο ποδήλατο, αλλά το καινούριο του αμάξι που τόσο είχε εντυπωσιάσει τη μικρή μας πόλη, με την πλατεία των Ευμενίδων στο κέντρο της. Τον είδα ξανά στα σκαλιά της Εκκλησίας. (κοιτάζει την τεφροδόχο) Πιο όμορφα κι απ’ τον ίδιο ήταν τα είκοσι έξι του χρόνια που περίμεναν τα δικά μου τα είκοσι ένα. Ποιος κάνει αυτές τις προσθέσεις και ποιος αποφασίζει, αλήθεια; Μήπως οι ζωές μας είναι μαθηματικές ασκήσεις στο στερέωμα ενός μυαλού που επιθυμεί διακαώς να αποφύγει την απύθμενη πλήξη της ευδαιμονίας του; Ανήμερα του γάμου, από τις δύο το απόγευμα ξεκίνησε ο στολισμός μου. Στο δωμάτιο ήταν η κομμώτρια η Ευγενία, η Ισμήνη η μοδίστρα, η ξαδέρφη μου η Μαριάνθη για το μακιγιάζ, η Αιγυπτία κι η μάνα μου με το μαύρο της ταγιέρ, «Έλα καημένη, παιδί παντρεύεις, βάλε και λίγο χρώμα», επέμεινε η Αιγυπτία. Με τα πολλά την έπεισε να φορέσει λευκό πουκάμισο. Είχε το μαύρο έτοιμο, σιδερωμένο. Το λευκό θα έπρεπε πρώτα να βρεθεί. Τα παλιά της ρούχα τα είχε καταχωνιάσει η μάνα μου σε σημεία που ακόμα και να ήθελε να τα βρει, δεν θα τα κατάφερνε. «Δεν το βρίσκω» είπε στη θεία. «Άκου παιδί μου, της πουτάνας να μην της κάνεις πουτανιές, ακούς! Φύγε από κει πέρα». Γύρισε όλο το σπίτι η Αιγυπτία, άνοιξε, έκλεισε πόρτες, ανακάτεψε ντουλάπες, βρήκε αυτό που έψαχνε. Το άφησε λίγο έξω να του φύγει η μυρωδιά της ναφθαλίνης, χρόνο να το πλύνει δεν είχε, το σιδέρωσε, όμως. Θέλοντας και μη, η μάνα μου το φόρεσε. Έβαλα το φόρεμά. «Parfait!», αναφώνησε η Ισμήνη μες στην αγαλλίαση. Η Ευγενία μού έπιασε τα μαλλιά σε χαλαρό κότσο, στη βάση στερέωσε λευκά τριανταφυλλάκια. Μετά, μαζί με τη Μαριάνθη, μου φόρεσαν το βέλος με μεγάλη προσοχή. Η μάνα μου εξαφανίστηκε, πίσω της η Αιγυπτία. Έκανα πως δεν καταλάβαινα. Στις πέντε είχε τελειώσει το μακιγιάζ. Εκείνη την ώρα μπήκε η μάνα μου με το θυμιατό, Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα αποχωρίζεται παιδί απ’ τη μητέρα. Ήταν ηλίου φαεινότερο πως είχε χορογραφήσει τη στιγμή αυτή σε τέτοιο βαθμό που τα έκανε όλα μηχανικά. Ήταν το σώμα της εκεί κι υπάκουε στο εθιμικό, έκανε το πρέπον. Η ψυχή της, όμως, πετούσε στο λιβάδι με τις πεταλούδες. Την Ιόλη, τη γιαγιά Πελαγία και τις άλλες τις παλαιότερες. Πόσες πεταλούδες ευδόκησαν για να στέκομαι απόψε σε περίκλειστη αυλή; Μας φέρνει στον κόσμο μια αλληλουχία πεταλούδων που κάποτε, κάτι στιγμές, μας επισκέπτονται, κατά μόνας συνήθως. Πώς αντέχουν να μας κυκλώνουν χωρίς να μιλούν; Χωρίς να αποκαλύπτονται; Γι’ αυτό πρέπει να τιμούμε τις πεταλούδες και να τις ευλαβούμαστε. (μικρή παύση) Μόνο έτσι θα μπορούσε να με αποχαιρετήσει η μάνα μου, χωρίς να δακρύσει, δίχως να δω ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπό της. Σ’ αυτό το πρόσωπο των 45 ετών. Έσκυψα και της φίλησα το χέρι. Δεν είπαμε λέξη. Τι να λέγαμε. Έβλεπα την Αιγυπτία που κάτι προσπαθούσε να πει, αλλά δυσκολευότανε, κατιτίς να ελαφρύνει τη στιγμή και δεν έβρισκε. Είναι μάταιο να προσπαθείς να ελαφρύνεις κάποιες στιγμές. Το ήξερε καλά. Πιότερο να δεχθείς το βάρος τους, δεν τους πρέπει τίποτα λιγότερο απ’ τη σιωπή. Κατεβήκαμε εν πομπή. Στη σάλα ο πατέρας μου με το βαφτιστικό που θα εκτελούσε χρέη οδηγού. Έξι παρά πέντε θα έπρεπε να είμαστε στην Εκκλησία όπου θα μας περίμενε ο προκομμένος με τον πατέρα του. Στο πλάι η μητέρα του κι οι δέκα πληγές του Φαραώ, η αδερφή του. Έτσι έγινε. Έξι παρά έξι λεπτά, όπως μας ανακοίνωσε με περηφάνια ο βαφτιστικός, φτάσαμε στο Ναό. Το σκηνικό ήταν το αναμενόμενο. Ο πατέρας μου, με μαύρο κοστούμι και μαύρη γραβάτα, με παρέδωσε χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. (παίρνει την μπλε ομπρέλα) Ο μέλλων σύζυγός μου με παρέλαβε αμήχανα με ένα ανεπαίσθητο φίλημα στο μάγουλο, κάτι σαν χάδι. Πήρα την ανθοδέσμη κι εισήλθαμε στο Ναό όπου μας περίμενε με το Ιερό Ευαγγέλιο ο δεσπότης. Κατά την είσοδό μας η χορωδία έψελνε το «Άξιον εστί ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον». Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο Μυστήριο. Λίγα πράγματα θυμάμαι κι αυτά θαμπά. Η Εκκλησία ήταν γεμάτη. Όλοι οι πολυέλαιοι αναμμένοι. Πίσω μου οι παρευρισκόμενοι, αμελητέοι, θα μπορούσε να πει κανείς. Μπροστά μου οι Άγιοι, βλοσυροί κι αμέτοχοι. Στη μέση η μάνα μου να τρώει τα νύχια της και να βλέπει για νύφη μια άλλη που έφυγε απ’ αυτό τον κόσμο άπραγη. Και δίπλα μου (προς την τεφροδόχο) εσύ. Τόσο όμορφα απών. Τόσο άσχημα παρών. Τα νιάτα σου, όμως, αναντίλεκτα. Μιλούσαν εκ μέρους σου και μου έλεγαν «δεν θα γίνει ποτέ δικός σου, είναι εδώ με το στανιό». Περπάτησα το πρόσωπό του. Τα έντονα φρύδια, την ολόισια μύτη, τα χείλη που χαμογελούσαν ελαφρά ή μήπως απορούσαν; Ποιος ξέρει; Ένα πρόσωπο οικείο κι άγνωστο. Τι να σκεφτόσουν; Αυτό ήταν το ζητούμενο. Είχε δίκαιο η αδερφή σου; Είχες μετανιώσει κι αν ναι, γιατί; Τι είχε μεσολαβήσει; Κι αν είχες αλλάξει γνώμη, ανθρώπινο ήταν, γιατί δεν μου έδωσες μια εξήγηση, γιατί δεν είχαμε γλιτώσει ο ένας τον άλλο από ένα αδόκιμο δέσιμο; Προσπάθησα να διαβάσω το πρόσωπό του. Δεν έβγαζα άκρη. Τότε ήταν που ήρθε ο δεσπότης με τον οίνο. Του βάλε το κρασοπότηρο στα χείλη. Είδα τον τρόμο στο πρόσωπό του. Έσκυψε, το άγγιξε με τα χείλη του κι έκανε πως έπινε, προσποιήθηκε πως κατάπιε κιόλας. Και τις τρεις φορές. Αυτό ήταν! Αρνήθηκε να πιει από το Κοινό μας Ποτήριον. Είχε δίκαιο η σκρόφα! Αν είχα το μυαλό που έχω τώρα, θα έφευγα επί τόπου, μεσούσης της τελετής, να του δείξω εγώ που με προσέβαλλε μ’ αυτό τον άνανδρο τρόπο. Να το πω σε όλους. Να το ακούσει ο Μητροπολίτης, το εκκλησίασμα, οι γονείς μας. Ή θα μπορούσα να τον ρωτήσω ήρεμα, «Γιατί δεν ήπιες το κρασάκι σου, καλέ μου;», να του κοπούν τα πόδια. Δεν είπα τίποτα, τι να έλεγα είκοσι ενός ετών κορίτσι στο μέσο του γάμου του με όλη την καλή κοινωνία της πόλεως παρούσα. Αν ήπια εγώ; Βεβαίως, αφού δεν ήταν κοινό το ποτήριον γιατί να μην έπινα. Το είχε κάνει ιδιωτικό μου ποτήριον. Άνοιξα, λοιπόν, το στόμα μου κι ήπια, περισσότερο κι απ’ όσο έπρεπε γιατί μου το απομάκρυνε ο δεσπότης, λίγο απότομα. Όλο έπρεπε να το πιω αφού ήταν δικό μου και κανενός άλλου. Με ηρέμησε πάντως, παράπονο δεν έχω. Πριν το τέλος του Μυστηρίου είχε πιάσει βροχή. (ανοίγει την ομπρέλα) Βγάλαμε την αναμνηστική φωτογραφία στην είσοδο της Εκκλησίας. Ήμασταν περικυκλωμένοι από μια κουστωδία γονέων, θείων, εξαδέλφων και λοιπών αδιαφόρων. Το μόνο αξιόλογο στοιχείο ήταν το καπέλο της Αιγυπτίας με το φτερό του παγωνιού. Κρίμα που δεν απαθανάτισε ο φακός και το χρυσό της δόντι. Οι υπόλοιποι ακροβατούσαν μεταξύ ανυπαρξίας κι αυτοκατάργησης. Στο Ναό είχαμε αφήσει τα σαράντα εφτά μας χρόνια μαζί με τις όποιες ελπίδες για ένα δικαιωμένο έγγαμο βίο. Από εκεί, από τα σκαλιά της Εκκλησίας, ξεκίνησε μια πορεία που κατέληξε σε μια περίκλειστη αυλή και μια τεφροδόχο. Μπήκαμε γρήγορα γρήγορα στο αμάξι που θα μας μετέφερε στην αίθουσα δεξιώσεων «Ακρόπολις». Μείναμε σιωπηλοί ώσπου γυρίζει και με ρωτά, «Πώς αισθάνεσαι που έγινες η σύζυγός μου;». «Κρυώνω» απάντησα. Τυλίχτηκα με τη γκρίζα ζακέτα που είχε βάλει η μάνα μου για ώρα ανάγκης, κι ήταν αυτή η στιγμή, ώρα μεγάλης ανάγκης. Ευχόμουν να ήταν η Ιόλη νύφη πλάι σ’ αυτό τον άγνωστο άντρα, να ήταν τα νύχια της μάνας μου ανέγγιχτα κι εγώ να ήμουν στο λιβάδι των εβηφικών ψυχών. Να περνώ τις μέρες μου γεμίζοντας ανθούς με ρύζι και καρυκεύματα. Να γεμίσει το λιβάδι γεμιστά. (γελάει ήρεμα, κλείνει την ομπρέλα) Εκεί λέω να σκορπίσω την τέφρα σου. Στα σκαλιά της Εκκλησίας. Να έρθει η στάχτη να δέσει με τα σαράντα εφτά μας χρόνια, τα λευκά. Μετά θα πετάξω την τεφροδόχο στην πόρτα του Ναού. Να δούμε ποια είναι η πιο δυνατή. Ποια απ’ τις δυο θα αντέξει τη σύγκρουση. Η πρώτη νύχτα γάμου ήταν υγρή. Συνέχιζα να κρυώνω. Κατά τις τρεις ήρθε η γιαγιά Πελαγία. Έτσι απλά. «Αχ Φιλομηλάκι μου, είπε, δεν ξέρω για ποια να πρωτοκλάψω. Για την Ιόλη που έμεινε για πάντα κορίτσι, για την κόρη μου που τρώει τις σάρκες της ή για σένα;». Έθεσε το ερώτημα και κατόπιν έμεινε να με κοιτάζει. Ατάραχη σαν πέτρινη, ώσπου άρχισε να χάνει τα μέλη της. Το ένα μετά το άλλο. Δεν υπήρχε τίποτα το φρικιαστικό στο θέαμα. Αντιθέτως, ήταν τόσο φυσικό όσο η αποκατάσταση της ηθικής τάξεως ή όταν πήζει η μπεσαμέλ, όταν αποφασίσει ότι έχει πλέον δεχθεί αρκετή μέριμνα. Έφυγαν τα χέρια, ύστερα τα πόδια, το σώμα αποκτούσε σιγά σιγά μέλη εντόμου. Έμεινε τελευταίο το πρόσωπο, έβγαλε κεραίες και προβοσκίδα. Απ’ την πλάτη της βγήκαν τέσσερα κόκκινα φτερά. Η γιαγιά Πελαγία είχε γίνει μια τεράστια κόκκινη πεταλούδα. Πονετική μες στην μακαριότητά της. Με κοίταξε με τρόπο που θα μπορούσε να αποδοθεί με την προτροπή «Τώρα!». Τίναξε τότε τα φτερά της δημιουργώντας ένα ωστικό κύμα που τάραξε τον άγνωστο άντρα που κοιμόταν δίπλα μου. Εκείνος ξύπνησε σε έξαρση. Στις τρεις κι έξι λεπτά το πρωί, η νύχτα έπαψε να είναι άνηβη κι εγώ είχα πάψει να είμαι είκοσι ενός ετών κορίτσι. Το κόκκινο ποδήλατο είχε πάρει πορεία προς τον ουρανό. Ίσως το ξαναδώ κάποτε. Ποιος ξέρει; Κάποια άλλη Δευτέρα, με περισσότερη καθαρότητα. Τη Δευτέρα Παρουσία, ίσως. (Σβήνουν τα φώτα)

 

 

VI. Η σταυροειδής ασάφεια

(Η τεφροδόχος στο τραπέζι. Η Φιλομήλα στέκεται πίσω της) Απόψε, παραμονή του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού μια σπονδή προς την ιερότητα της ιάσεως. Στα πενήντα τέσσερα, είμαι η χήρα σου; Στα δεκαοχτώ, αφού σ’ αγαπούσα, γιατί δεν είχα το θάρρος να στο πω; Στα είκοσι τρία, είχα γίνει μητέρα; Στα είκοσι ένα, είχα γίνει γυναίκα σου; Πόση ασάφεια μπορεί να αντέξει μια ψυχή; Απεταξάμην λέω, μα δεν λυτρώνομαι. Απόψε η πόλη είναι άδεια κι εγώ, που δεν έχω μεταφορικό μέσο, πού θα σκορπίσω την τέφρα σου; (προς την τεφροδόχο) Να ρωτήσω κι εσένα πού θες να καταλήξεις; Στην προβλήτα, στο μεταλλαγμένο αγρόκτημα, στο μαιευτήριο ή στο Μητροπολιτικό Ναό; Αυτή είναι η τελευταία ερώτηση του βίου σου. Δεν μιλάς, ε! Τι να πεις; Δεν είσαι ηλίθιος, ξέρεις καλά πως ό,τι κι αν πεις δεν θα μετρήσει. Το ερώτημα αυτό είναι κατάδικό μου, ιδιωτικό μου, όπως το Κοινό μας Ποτήριον. Ποια από τις τέσσερις ασάφειες (κάνει το σταυρό της) θέλω να ψέξω πιο πολύ; Λέω να βάλω το κίτρινο φόρεμα με τη μαύρη ζώνη, εκείνο που φορούσα το απόγευμα που είχες κλείσει την πόρτα, λέγοντάς μου ότι θα επέστρεφες όταν θα άλλαζαν τα πράγματα. Έφυγες νεαρός ναύτης κι επέστρεψες μια χούφτα στάχτη. Αλλαγή ζήτησες, φάτην! Θα φορέσω και την τριπλή σειρά μαργαριταριών, του πένθους τάχα μου, και το καπέλο της Αιγυπτίας με το φτερό του παγωνιού. Χωρίς το χρυσό της δόντι, βεβαίως, δεν πρόκειται να γευτεί τον ίδιο θρίαμβο. Εκείνον που είχε αξιωθεί επί της κεφαλής της. Ας είναι, όμως, θα απολαύσει μια ύστατη περιφορά στους δρόμους της μικρής μας πόλης που έχει στο κέντρο της την Πλατεία των Ευμενίδων. Όταν επιστρέψω, κι αφού φάω το σπανακόρυζό μου, λέω να καταπιαστώ με το πλύσιμο των κρυστάλλινων ποτηριών. Αν είχα και φασόλια θα γυάλιζα και τα ασημικά. Πολύμνια, κωλόφαρδη… Εσύ κοιμάσαι κι η τύχη σου δουλεύει, π’ ανάθεμά σε! Αν είχα και βαφή, κατά το ξημέρωμα θα γινόμουν και κατάξανθη. Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα. Για απόψε, λοιπόν, θα είμαι η Φιλομήλα, χωρίς χρυσό δόντι, μόνη σε μια πόλη άδεια, χήρα, ούτως ειπείν, με ένα κίτρινο φόρεμα, τριπλή σειρά μαργαριταριών, καπέλο με φτερό και μια τεφροδόχο. (προς τους θεατές) Αν είσαι ένας από τους λίγους που έχουν ξεμείνει στους δρόμους της μικρής μας πόλης, κι αν τύχει και με συναντήσεις, δείξε λίγη συγκατάβαση. Όση χωράει σε μια δαχτυλήθρα. Το ερώτημα της νυκτός; Α, ναι… Λίγη υπομονή. Έχουμε ακόμη μια μικρή, σχεδόν αμελητέα, πράξη. (Σβήνουν τα φώτα)

VII. Η λύση κι η απόλυση

(Γυμνή, καλυμμένη με στάχτη από τα μαλλιά ίσαμε κάτω, κρατάει το χαρταετό με το αριστερό της χέρι, με το δεξί την άδεια τεφροδόχο) Όταν το μόνο μέσο του ανθρώπου είναι η ζωή που θα ήθελε να είχε ζήσει, υπάρχει ένας και μόνος προορισμός. Απόψε, παραμονή του Αγίου Παντελεήμονος του Ιαματικού, είμαι μια πεταλούδα χρυσή κι ο κόσμος μια λάμπα αναμμένη. (Μικρή παύση, ακούγονται τέσσερα κτυπήματα στην εξώπορτα, από το εσωτερικό, υποτίθεται, του σπιτιού. Η Φιλομήλα τα ακούει και χαμογελά στωικά, δεν κάνει καμία απολύτως κίνηση. Σβήνουν τα φώτα)

 

Τέλος!