Σχετικά άρθρα
ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ |
Συντάχθηκε απο τον/την Πηνελόπη Χριστοπούλου |
Τρίτη, 12 Μάρτιος 2013 08:18 |
Γυάλινος κόσμος του Τενεσί Ουΐλλιαμς «Θεωρήθηκε από τις καλύτερες παραστάσεις της προηγούμενης και της τρέχουσας χρονιάς, αποσπώντας τα εξαιρετικά σχόλια του κοινού και της κριτικής» Το αριστούργημα του Τενεσί Ουΐλλιαμς «Γυάλινος Κόσμος», σε μετάφραση, δραματολογική επεξεργασία και σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, παρουσιάζεται από τις 20 Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη , στο «Θέατρο Αυλαία». Ο συγγραφέας Ο αμερικανός δημιουργός των κολασμένων νευρωτικών ηρωίδων και των απροσάρμοστων υπάρξεων, Τένεσι Ουΐλλιαμς (φιλολογικό ψευδώνυμο του Τόμας Λανιέ Ουίλιαμς), γεννήθηκε το 1911 στο Κολόμπους του Μισισίπι. Κατά τα εφηβικά του χρόνια, πηγαίνει στο Γυμνάσιο του “University City”. Εμφανίζει μια ντροπαλότητα παθολογικού βαθμού, εσωστρέφεια και κρίσεις πανικού. Ο κορυφαίος δραματουργός τεχνίτης στα δεκατέσσερά του, ανακαλύπτει το γράψιμο σα φυγή απ' τον κόσμο της πραγματικότητας (όπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του στο «Γλυκό Πουλί Της Νιότης»). Στα 18 του χρόνια, αναπτύσσει τη φοβία της τρέλας. Στα 34 του, γράφει τον αυτοβιογραφικό «Γυάλινο Κόσμο», (Τhe Glass Menagerie) που τον καθιέρωσε ως έναν από τους κορυφαίους δραματικούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Μια γροθιά στο πουριτανικό κατεστημένο της Αμερικής, που αντί να αποκρουστεί, αγκαλιάζεται από το κοινό της. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 1944 στο Σικάγο και την επόμενη χρονιά στη Νέα Υόρκη, χαρίζοντάς του το «New York Drama Critics Circle Award». Στα 36 του, έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα δραματικός συγγραφέας της γενιάς του. Στα 44 του χρόνια, έγραψε την τελευταία εμπορική του επιτυχία («Νύχτα της Ιγκουάνα») και στα 70 του, το τελευταίο του θεατρικό έργο («Now, the Cats With Jewelled Claws») Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών '50 και '60, έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή κριτική και τα σχόλια του τύπου, εξαιτίας του τρόπου ζωής, των ομοφυλοφιλικών προτιμήσεων και ανοιχτών δηλώσεών του, αλλά και της σκανδαλώδους, παραβατικής συχνά, συμπεριφοράς του. Τα βιώματα (πραγματικότητα και φαντασιακές μυθοπλασίες) είναι η μαγική πηγή του συγγραφέα, από την οποία τροφοδοτείται η κειμενική του συνείδηση. Αποκύημα της μνήμης, των νευρωτικών εμμονών και -κυρίως- τύψεων του, το έργο «Γυάλινος κόσμος», είναι αυτό που προλογίζει ο ίδιος ο αφηγητής του: Μια αναπόληση. Είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε τα πρόσωπα του έργου στο οικογενειακό περιβάλλον του συγγραφέα που περιλαμβάνει -όπως και το έργο του- μια πολυαγαπημένη σχιζοφρενή αδερφή, τη Ρόουζ, η οποία υποβάλλεται στην θεραπεία της λοβοτομής όσο ο ίδιος ήταν απών, με αποτέλεσμα να καταστεί «ανάπηρη» ως την ημέρα του θανάτου της σε ψυχιατρείο. Γνωρίζουμε πως η Ρόουζ βασανιζόταν απ' αυτό που η ίδια ονόμαζε «εγκληματικά θηρία»... Οτιδήποτε άγγιζε που μπορούσε να το αναταράξει κανείς, το ανακινούσε για να απομακρύνει από μέσα του, τα «εγκληματικά θηρία». Έτσι, ως εξιλέωση, προέκυψε και ο τίτλος του έργου «Γυάλινο Θηριοτροφείο» και η γνωστή συλλογή από ζωάκια της ηρωίδας του Λόρας. Mέσω -κυρίως- αυτής της ηρωίδας του, κρατά ο συγγραφέας για πάντα ζωντανή, τη φιγούρα της λατρεμένης αδερφής του. Στο περιβάλλον του Τενεσί (παρατσούκλι που οφείλονταν στην προφορά του και που αργότερα υιοθετήθηκε κι από τον ίδιο), βρίσκουμε επίσης έναν αυταρχικό και βίαιο πατέρα, αλκοολικό με ιδιαίτερη ευαισθησία στο γυναικείο φύλο και προπαντός μονίμως απόντα. Το οικογενειακό του περιβάλλον τέλος, περιλαμβάνει και μια έντονα καταπιεστική παρουσία, μια μητέρα κόρη ιερέα με πουριτανικές αρχές, που θεωρούσε και την παραμικρή απόλαυση αμαρτία, ενώ συχνά παρενέβαινε στις φιλίες του, προσπαθώντας να ελέγξει τις κοινωνικές και ερωτικές του σχέσεις. Ο Ουίλιαμς, φορτωμένος πόνο και τύψεις, τους εγκαταλείπει προς αναζήτηση της τέχνης, της περιπέτειας, της φιλίας και του έρωτα, τραβώντας τον δρόμο του μακριά από το decadence παρελθόν του, στιγματισμένος όμως ισόβια από αυτό. Το θέμα της φυγής είναι πολύ αγαπητό και συχνό στον συγγραφέα (υπάρχει και έργο του με τίτλο «Ο Φυγάς») ίσως και τραυματικό, πάντως καθοριστικό για τον ίδιο, μια που με την δική του φυγή από την οικογένεια περνά από τον έναν πόλο συμπεριφοράς, στον άλλο. Ο ντροπαλός, εσωστρεφής, με τη φοβία της τρέλας και της αρρώστιας και γόνος πουριτανικής οικογένειας Τομ, γίνεται προκλητικός, σκανδαλώδης, ομοφυλοφιλικός, με ιδιαίτερη αγάπη στο αλκοόλ, στις τοξικές ουσίες, στα βαρβιτουρικά, στα διεγερτικά. Μετά τον θάνατο του αγαπημένου του εραστή Φράνκι θα υποφέρει από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και θα εγκλειστεί για τρεις μήνες σε ψυχιατρείο. Ο καταραμένος ποιητής του αμερικανικού θεάτρου, δημιουργός επίσης των εμβληματικών «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» και «Το γλυκό πουλί της νιότης», το 1948, κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για το «Λεωφορείον Ο Πόθος» και το 1955, για τη «Λυσσασμένη Γάτα». Πέθανε στα 72 του χρόνια το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου, όταν το πώμα ενός μπουκαλιού, μετά από ένα θανατηφόρο «κοκτέιλ» ποτών και βαρβιτουρικών, σφηνώθηκε στον λαιμό του, σ’ ένα από τα δωμάτια του ξενοδοχείου Elysee της Νέας Υόρκης. Οι ενοχές -νευρωτικής φύσεως- για την πολυαγαπημένη αδερφή του Ρόουζ, τον ακολούθησαν σ’ όλη την πορεία της ζωής του. Το κείμενο και η δραματουργία του Ανθρώπινη μοναξιά, «καφκικά» υπαρξιακά κενά, νευρωτικοί απροσάρμοστοι ήρωες και τέλος, η φυγή στο όνειρο, στην ψευδαίσθηση και στην αναπόληση. Όλα αυτά που αποτελούν χαρακτηριστικά της εποχής μας, είναι και τα συστατικά της πυκνής, μελαγχολικής και υγρής ατμόσφαιρας του αριστουργηματικού έργου, «ο Γυάλινος Κόσμος» (Τhe Glass Menagerie). Ενός κόσμου που το ίδιο το κοινωνικό σύστημα τον βγάζει στο περιθώριο της ζωής σε έναν συνεχόμενο αλλά και μάταιο αγώνα κοινωνικής καταξίωσης και υπαρξιακής συνειδητοποίησης. Η νοτισμένη ατμόσφαιρα και η καταχνιά που επικαλύπτουν όλο το έργο, αναδίδονται πρώτα από τους ίδιους τους ήρωες, και έπειτα από το περιβάλλον που τους περικλείει και την περιγραφή των σκηνικών. Πρώτος στόχος λοιπόν του συγγραφέα, οι κακόμοιρες, φτωχές, απροσάρμοστες υπάρξεις με σωματικές ή και ψυχικές ατέλειες κι έπειτα, έρχεται συνεπαγόμενα, η αντανάκλασή τους, μια καταγραφή- καταγγελία της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Ο συγγραφέας, μετατοπίζει το σήμερα του «εδώ και τώρα», είτε στο πολύ μακρινό και πια μη αναστρέψιμο παρελθόν, είτε στο άγνωστο -ελπιδοφόρο ή μη-, μέλλον. Το αυτοβιογραφικό έργο του Αμερικανικού δραματουργού του Νότου, έχει ως επίκεντρο, την Αμερική του 30, με τις επιπτώσεις του κραχ και των δραματικών συγκρούσεων με το παρελθόν. Ο τόπος όπου διαδραματίζονται όλα, είναι το Σεν Λούις. Εκεί, σε μια απο τις τόσες ανθρώπινες κυψέλες που «φυτρώνουν σαν εξανθήματα στις κοσμοπλημμυρισμένες αστικές συνοικίες», ζει στην οικογένεια Γουίνγκφιλντ, η κόρη Λάουρα (Λόρα), προσκολλημένη εμμονικά σε έναν άλλον χώρο-χρόνο, που επικοινωνεί με το περιβάλλον της και διατηρεί την ψυχική της συγκρότηση μέσω του γυάλινου θηριοτροφείου της. Υπάρχει επίσης ο φιλόδοξος αδερφός της, Τομ, ένας ονειροπόλος ποιητής που « δραπετεύει» από το σπίτι τα βράδια και καταφεύγει στα σκοτάδια και στο σινεμά, προκειμένου να βυθιστεί στα όνειρα του. Ο Τομ, δηλώνει : «…μια αναπόληση είναι το έργο. …Είμαι ο αφηγητής του έργου, αλλά και ένα από τα πρόσωπά του…» Στο σπίτι επίσης υπάρχει, το κάδρο-φωτογραφία ενός ορατού-αόρατου πατέρα που ερωτεύτηκε τις αποστάσεις και «πέταξε σαν πούπουλο» απ την πόλη, για κάποια ακτή του Ειρηνικού, στέλνοντας τους μόνο το μήνυμα « Έχετε γειά!», και τέλος, μια μητέρα, απεικόνιση του χαμένου ένδοξου Νότου, με κλασική νεύρωση μεγαλομανίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας ζητεί να υπάρχει στο σκηνικό, μια σιδερένια σκάλα κινδύνου, ίσως γιατί όλοι στην οικογένεια έχουν μια διέξοδο, μια δική τους «σκάλα κινδύνου». Η Λάουρα, που μια παιδική αρρώστια την άφησε ανάπηρη με το ένα της πόδι κοντύτερο του άλλου, αποδράττει από την πραγματικότητα με το λαμπερό, γυάλινο θηριοτροφείο- πλασματικό κόσμο της. Ο Τομ, διαφεύγει με τις περιπέτειες στο σινεμά και την ποίηση, ενώ η καταθλιπτική πρώην καλλονή του Νότου μητέρα, καταφεύγει στο ένδοξο παρελθόν και τα ξεφτισμένα μεγαλεία του. Τα λιμνάζοντα νερά της οικογένειας ταράσσει ένας όμορφος επισκέπτης και καθ’ όλα φυσιολογικός νέος, ο Τζίμ. Το έργο, που μας αφήνει μετέωρο το ερώτημα για το αν τελικά ωφέλησε την Λάουρα η συνάντηση και το φιλί της μαζί του (η ευλογία και αγνότητα του έρωτα και σχεδόν ταυτόχρονα ο αναθεματισμός του), μας δίνει στο τέλος την αίσθηση της ανεξέλικτης, μη αναστρέψιμης πορείας για την Λόρα και τη μητέρα της, Αμάντα. Η Λόρα, παραμένει ανεξέλικτη και με θρυματισμένο το ένα από τα γυάλινα ζωάκια της -τον ερωτικό μονόκερω- ενώ όσον αφορά την καταπιεστική μητέρα, ο φόβος της μοναξιάς και εγκατάλειψης της, γίνεται αυτό που πάντα δυσκολευόταν να αποδεχτεί και να αντιμετωπίσει: πραγματικότητα. Μας δίνει όμως από την αρχή, σερβιρισμένη την εξέλιξη του εγκλωβισμένου Τόμ, ο οποίος στο τέλος φεύγει, εγκαταλείποντας τους. Ίσως γιατί η δύναμη της τέχνης και η έμφυτη, (και κληρονομική στην περίπτωση του) διαρκής αναζήτηση της περιπέτειας, είναι ισχυρότερα από την ώριμη συνειδητοποίηση ότι αυτός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των θεμελίων μιας νοσηρής οικογένειας. Αποτινάζοντας ένα καταπιεστικό υπερπροστατευτικό μητρικό «κουκούλι», παύει να αρκείται στη φαντασία και στον κινηματογράφο, και φεύγει αναζητώντας τέχνη, φιλία, έρωτα, και αληθινές περιπέτειες. Από την άλλη ,ο φιλόδοξος επισκέπτης Τζίμ, επενδύει στο μέλλον και στην προσωπική του ανάπτυξη με ό,τι πιο μοντέρνο, θέτοντας στόχους πολύ συγκεκριμένους. Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ψυχαναλυτικά μοτίβα μας δίνει εύκολα το δίπολο του έργου. Από τη μια, το συναίσθημα και τα «θέλω», και από την άλλη το ηθικό, θεσμικό και κοινωνικό «πρέπει». Η δραματουργική επεξεργασία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, σεβάστηκε απόλυτα και κάποια παλαιότερα σχεδιάσματα του συγγραφέα κι αφού αφαίρεσε κάποιες μη θεμελιώδεις εικόνες του, προσέθεσε αποσπάσματα από τα σχεδιάσματα του αυτά, καθώς και από το διήγημα «Πορτραίτο κοριτσιού σε γυαλί». Το αποτέλεσμα ήταν ένα συγκροτημένο πάζλ με προσθαφαιρέσεις απολύτως αφομοιωμένες που εναρμονίζει έντεχνα πλοκή, δράση και χαρακτήρες. Στην μετάφραση του έργου, διατηρήθηκαν δύο πολύ βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τον λόγο. Ο ρυθμός και η ποιητικότητα του. Η παράσταση Ο Τ. Ουΐλλιαμς, έλεγε : «…οι δυνατότητες που προσφέρει η οθόνη, μου φαίνονται πολύ μεγαλύτερες απ' αυτές που μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν οι υποδείξεις μου...» και η σκηνοθέτης Κατερίνα Ευαγγελάτου όχι μόνο το τήρησε, αλλά και θέλησε να το επιβεβαιώσει και να το δικαιώσει. Τα video wall του Μιχάλη Κλουκίνα είτε μεγέθυναν τον όγκο των ειδώλων -ηρώων (κυρίως την καταλυτική παρουσία της μητέρας – Αμάντας), είτε οδηγούσαν σε μια συρρίκνωση τους (κυρίως της Λάουρας και της Λόρας) τονίζοντας έτσι τον υπαρξιακό εγκλεισμό τους. Σε κάθε περίπτωση, έδιναν, μια ακαταμάχητη αμεσότητα στα συναισθήματα των ηρώων. Η χρησιμοποίηση βιντεοπροβολών αλλάζει ριζικά την διαχείριση του χώρου και του χρόνου. Ξεφεύγει από την παραδοσιακή θεατρική μορφή και επαναφέρει στην σκηνή δράσεις από άλλους τόπους (κυρίως αυτούς της μνήμης, της φαντασίας, του ονείρου) αλλά και χρόνους (μια που η σκηνή υπερβαίνει τον «ατομικό» της χαρακτήρα και συμβολίζει πια μια ευρύτερη ιστορική στιγμή). Τα αφαιρετικά σκηνικά και κουστούμια του Γιώργου Πάτσα, συμβαδίζουν απόλυτα με την καταχνιασμένη ατμόσφαιρα της οικογένειας, αντιμετωπίζουν την μορφή ως σύνολο και παραλείποντας επιμέρους λεπτομέρειες, δίνουν έμφαση στην συναισθηματική αντίληψη. Καταλυτική η παρουσία του ψυγείου ως βιτρίνας του γυάλινου θηριοτροφείου της Λόρας, αλλά και ως βιτρίνας της ίδιας, τις στιγμές που στην επιφάνεια του προβάλλεται η κουλουριασμένη μορφή της ενώ λειτουργεί και σαν καταφύγιο-σκάλα σωτηρίας της. Εκεί επίσης φυλάσσεται και η φωτογραφία- του αγαπημένου της, μαζί με τα κατεψυγμένα συναισθήματά της. Το φαντασιακό – ονειρικό αποκύημα της μνήμης, υπηρετείται απόλυτα μέσω του ψυγείου και των προβολών. Υποκριτική χωρίς υπερβολές και από τους τέσσερις ηθοποιούς, με την πρωτοεμφανιζόμενη Αμαλία Νίνου, να ξεχωρίζει και να αποδίδει πλήρως τόσο το εύθραυστο της ύπαρξής της (όμοιο με την γυάλινη συλλογή της), όσο και την σωματική αναπηρία της. Έχει ανακαλύψει την εσωτερική αλήθεια του χαρακτήρα και δίνει «ζωή» με την παγωμένη παρουσία της ακόμα κι ανάμεσα στις ατάκες. Η Ναταλία Τσαλίκη, ρεαλιστικότατη, με εξαιρετική άνεση και φυσικότητα, απέδωσε τόσο το ρόλο της νευρωτικής υπερπροστατευτικής μητέρας όσο και την αχλή των περασμένων της μεγαλείων. Πολύ προσεγμένη η όλη παρουσία της, εύγλωττη, μας συγκινεί πάντα με το πάθος, την αφοσίωση αλλά και τη φυσικότητα στην ερμηνεία της. Σωστά ψυχολογημένος ο ρόλος του Τομ από τον Αντίνοο Αλμπάνη που κρατώντας χαμηλούς τόνους, διατήρησε την αδιόρατη μελαγχολία του ήρωα αν και μας έλειψε λίγο ο εσωτερικός δυναμισμός του. Ο μοντέρνος νέος επισκέπτης Τζιμ από τον Κωνσταντίνο Γαβαλά, είχε μια ανάλαφρη υπερβολή σε συνάρτηση με τον ώριμο θεληματικό ήρωα, όμως πρόβαλε έτσι ακόμα περισσότερο την αντίθεση της παγωμένης ψυχής της Λόρας με την ζωντάνια της δικής του, την μάταιη υπαρξιακή αναζήτηση και εγκλωβισμό από την μια, και το ανάλαφρο δικό του πέταγμα, από την άλλη. Μια υποκριτική ερμηνεία που ξεφεύγει λίγο από το αρμονικό ομοιογενές σύνολο των υπολοίπων όμως υπηρετεί έτσι πιστότερα το όραμα του συγγραφέα. Εξαιρετικότατα ντυμένη η παράσταση υπό τους ήχους της μουσικής του Σταύρου Γασπαράτου, αλλά και από τους καθηλωτικούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου. Μια εξαιρετική, χαμηλών τόνων αλλά και πολύ μοντέρνα παράσταση, με λυρισμό και ποίηση που μας κάνει να σκεφτόμαστε περισσότερο όχι το «πώς» και το «γιατί» συνέβησαν τα πεπραγμένα αλλά τις συνέπειες τους.
Μετάφραση – δραματουργική επεξεργασία: Kατερίνα Ευαγγελάτου Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου Σκηνικά- κοστούμια: Γιώργος Πάτσας Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Μουσική : Σταύρος Γασπαράτος ΒΙΝΤΕΟ: Μιχάλης Κλουκίνας Παίζουν: Ναταλία Τσαλίκη (Αμάντα) Αντίνοος Αλμπάνης (Τόμ) Κωνσταντίνος Γαβαλάς (Τζιμ) Αμαλία Νίνου (Λώρα) Θέατρο «Αυλαία» Πλατεία ΧΑΝΘ (Πλευρά Τσιμισκή) Θεσσαλονίκη Τηλέφωνο: 2310 237700 Ημέρες και ώρες παράστασης: Τετάρτη – Σάββατο 21:00 & Κυριακή 20:00 Διάρκεια παράστασης: 90΄ Εισιτήρια: Γενική είσοδος 18 ευρώ, Φοιτητικό – Ανέργων 15€, Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη Γενική Είσοδος: 15 ευρώ.
|