Σχετικά άρθρα
Η ΠΟΛΗ |
Συντάχθηκε απο τον/την Μαρία Κυριάκη |
Κυριακή, 15 Μάιος 2022 17:37 |
Η πόλη της Λούλας Αναγνωστάκη
Η δραματουργία Η “Πόλη” είναι το δεύτερο έργο της “τριλογίας της πόλης”, μετά την Παρέλαση και πριν την Διανυκτέρευση. Το μονόπρακτο πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και σκηνικά-κοστούμια Μαρίας Ρούσσου. Είχαν λάβει μέρος: Νεκτάριος Βουτέρης (Κίμων), Μάγια Λυμπεροπούλου (Ελισάβετ) και Γιώργος Λαζάνης (Φωτογράφος). Επίσης, τον Ιανουάριο του 1966 παρουσιάστηκε από την κυπριακή τηλεόραση σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη, ενώ τον Απρίλιο του 1967 παίχτηκε στο Tearto dei Verdi στην Πάντοβα σε μετάφραση Filippo Maria Pontani και σκηνοθεσία Ν. Τσιγγάκου και τον Ιούλιο του 1969 μεταδόθηκε από το BBC σε μετάφραση George Angell και σκηνοθεσία Martin Esslin. Ο Κίμων και η Ελισσάβετ μετακινούνται συνεχώς από πόλη σε πόλη σε μια προσπάθεια να ξορκίσουν το ζοφερό παρελθόν τους και αναζητώντας τρόπους να συνυπάρξουν στο παρόν τους. Το ζευγάρι, σε κάθε πόλη, αναζητά ένα θύμα, κάποιον που θα συντελέσει στην προσωρινή τους λύτρωση. Μόλις το εντοπίσουν, στήνουν ένα εξοντωτικό ψυχολογικό παιχνίδι, με στόχο να το οδηγήσουν στην απόγνωση. Στην πόλη που φτάνουν το θύμα τους είναι ένας ιδιόμορφος φωτογράφος, που φωτογραφίζει ανθρώπους που προσποιούνται τους πεθαμένους. Ο φωτογράφος που ξορκίζει τον θάνατο με την αναπαράστασή του, θα είναι το θύμα τους αυτή τη φορά και θα πέσει απροστάτευτος στην παγίδα τους. Όπως και σε πολλά άλλα έργα της συγγραφέως, οι ήρωες λειτουργούν εναλλάξ στο φως και στη σκιά, καλύπτονται πίσω από τις πλαστές αποκαλύψεις τους, ανατρέπουν διαρκώς τους εαυτούς τους και τις ιστορίες τους. Δεν περιχαρακώνονται, δεν ανταποκρίνονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων, λειτουργούν μέσα από διαρκείς διαψεύσεις και των γεγονότων που περιγράφουν και των συναισθηματικών τους εκφάνσεων. Είναι ελεύθεροι να αλλάζουν τους εαυτούς τους και τους άλλους, να τους εφευρίσκουν ξανά και ξανά, να τους τοποθετούν σε διαφορετικές συνθήκες κάθε φορά, να τους προσδίδουν διαφορετικές ιδιότητες, να τους ωθούν σε απρόβλεπτες δράσεις και να αναιρούν τις εμφανείς προθέσεις τους. Βρίσκονται άλλοτε σε απόγνωση κι άλλοτε σε ετοιμότητα, ταυτόχρονα σε άμυνα και σε επίθεση. Είναι θύματα και θύτες μαζί, μάχονται τους εαυτούς τους, μάχονται ο ένας τον άλλο, μάχονται μαζί αλλά και ξεχωριστά, τον εισβολέα που αυτοί οι ίδιοι προσελκύουν για να τον χρησιμοποιήσουν σαν εργαλείο αποκατάστασης της σχέσης τους και των ψυχολογικών τους διαταρραχών. Κι αυτός όμως ο επισκέπτης-φωτογράφος, ταυτόχρονα, παράξενος και δραματικός, επιχειρεί εξ ίσου εμφατικά να εκπληρώσει τον δικό του στόχο που είναι η αποπλάνηση της γυναίκας, της Ελισάβετ, ενώ μια τέτοια πράξη εμφανώς τον σοκάρει, στην περίπτωση που δεν έχει εξασφαλίσει το απαραίτητο άλλοθι. Μετατρέπει το ζωντανό σε νεκρό, φωτογραφίζοντας ανθρώπους που υποδύονται το θάνατό τους, θρέφει το ζωντανό με το νεκρό, καλλιεργώντας τριαντάφυλλα πάνω σε γονικούς τάφους, ηττάται όχι από τους αντιπάλους του αλλά από τον ίδιο του τον φόβο πως εν τέλει είναι προδιαγεγραμμένο να κυριαρχήσει η απώλεια κι άρα κάθε αντίσταση είναι μάταιη ακόμα κι όταν φέρει κάποιους καρπούς. Εκείνη ξεναγείται στην πόλη αναγνωρίζοντας περιστατικά του παρελθόντος που δεν συνέβησαν ποτέ εκεί. Ο σύζυγός της μένει κλεισμένος στο διαμέρισμα, αρνούμενος αυτή την ψευδαίσθηση, επιχειρώντας εξ αποστάσεως, να ανιχνεύσει την διάψευση. Ο εισβολέας, ο επισκέπτης φέρνει τα δώρα της πόλης που δεν είναι παρά δώρα σήψης αφού τα τριαντάφυλλα του τα έθρεψαν οι σάρκες των νεκρών γονέων του κι οι φωτογραφίες του απεικονίζουν μόνο θάνατο, τον επικείμενο θάνατο της πόλης και των κατοίκων της. Ο πόλεμος ανάμεσα στους ήρωες της Πόλης έχει πολλά μέτωπα κι οι όροι μεταβάλλονται κάθε φορά που μια νέα συνισταμένη, αντιστρέφει τις συνθήκες ή αναιρεί τα δεδομένα. Στο μονόπρακτο αυτό είναι χαρακτηριστικό πως δεν υπάρχουν επί της ουσίας συμμαχίες, οι συγκρούσεις είναι από όλους προς όλους ασχέτως της τελικής έκβασης και κανείς δεν απολαμβάνει το έπαθλο του νικητή. Επίσης όπως το αναμνησιακό υλικό προκαλεί συγκινήσεις που αναστέλλονται όταν αποδεικνύεται προϊόν πλάνης, έτσι και το κάθε έτερο δεδομένο αποδεικνύεται μια σαθρή βάση για την επόμενη εκτίναξη. Εν τέλει οι ήρωες μάχονται πάνω σε κινούμενη άμμο, κινδυνεύοντας διαρκώς να βυθιστούν ς’ αυτήν εξ αιτίας των δικών τους σπασμωδικών κινήσεων. Το πεδίο μάχης εδράζεται στην απροσδιόριστη ύπαρξη τους και τα όπλα τους αποδεικνύονται αναποτελεσματικά αμέσως μετά την χρήση τους. Όλα μπορούν να συμβούν εκτός από την λύτρωση γιατί έχουν λεηλατηθεί η συνειδητότητα, η ενσυναίσθηση κι η μνήμη. Οι πόλεις που άλλοτε ήταν φρούρια, τώρα έχουν γίνει φυλακές, οι τόποι που προσέφεραν προστασία, τώρα δολοφονούν. Τα παιχνίδια των παιδιών μέσα στο σκοτάδι αντί για εφησυχασμό, φέρνουν απειλή. Η αποδέσμευση των ηρώων της δραματουργίας από το προφανές και το αναμενόμενο μέσα από τις διαρκείς ανατροπές, απελευθερώνει τη δράση αλλά αποκαλύπτει και την ρίζα του προβλήματος τους. Σ’ ένα ευμετάβολο σύμπαν χωρίς σταθερές, οι συμμαχίες δεν μπορούν να υποστηρίξουν μια κοινή δράση κι ο πόλεμος που έρχεται απ’ έξω, εγκαθίσταται μέσα, ίσως μάλιστα η “μέσα” διαμάχη να είναι η πραγματική αιτία για το ξέσπασμα του πολέμου, εκεί “έξω”. Ο εισβολέας-επισκέπτης που δέχεται τις αλληλοαναιρούμενες πληροφορίες, φέρει ως υπόσχεση την συντριμμένη του αλλά ταυτόχρονα κι αειθαλή προσδοκία, χωρίς ελπίδα για ανταπόκριση και καταλήγει εν τέλει από αντικείμενο πόθου, ένα πρόβατο που οδηγείται στη σφαγή. Η πόλη που υπήρξε ο τόπος των παιδικών αναμνήσεων, απομακρύνεται, γίνεται ένα τοπίο άγνωστο, απειλητικό, βίαιο, τρομακτικό που δεν αναγνωρίζεται ως οικείο και που πρέπει να εγκαταλειφθεί. Όμως κι η φυγή είναι αδιανόητη καθώς η κάθε πόλη είναι η ίδια πόλη. Η οποία παρασύρει στο εσωτερικό της τα θύματα της με την υπόσχεση της νοσταλγίας και τα κατακρεουργεί, συνθλίβοντας τις ρίζες της ανάμνησης. Το υπαρξιακό γίνεται πολιτικό και το ιδιωτικό δράμα αποκτά τις διαστάσεις μιας δημόσιας πανωλεθρίας. Όταν όλα καίγονται μέσα τους, η Πόλη, καίγεται… Η συγγραφέας Η θεατρική συγγραφέας και σεναριογράφος Αγγελική - Θεανώ (Λούλα) Αναγνωστάκη γεννήθηκε το 1934 στην Θεσσαλονίκη. Τα θέματα των έργων της είναι παρμένα από τις τραυματικές μεταπολεμικές εμπειρίες, τον εμφύλιο πόλεμο και τη κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας την εποχή εκείνη. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1959, πρωτοεμφανίστηκε ως σεναριογράφος στην σπονδυλωτή ταινία του Σωκράτη Καψάσκη «Ερωτικές Ιστορίες» και έγραψε το τρίτο επεισόδιο, «Το Ραντεβού Της Κυριακής», με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Νίκο Κούρκουλο. Το 1962 έγραψε το σενάριο της ταινίας του Ερρίκου Θαλασσινού «Η εκδίκηση του καβαλάρη», με πρωταγωνιστή τον Νίκο Ξανθόπουλο. Πρωτοεμφανίστηκε ως θεατρική συγγραφέας το 1965 στο «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν με τρία μονόπρακτα («Η πόλη», «Η παρέλαση», «Η διανυκτέρευση») υπό τον γενικό τίτλο «Η πόλη». Τον Φεβρουάριο του 1967, ανέβηκε το έργο της «Η συναναστροφή» στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Με σκηνοθέτη τον Κάρολο Κουν το «Θέατρο Τέχνης» παρουσίασε επίσης τα έργα της «Αντόνιο ή Το Μήνυμα» (1972), «Η Νίκη» (1979), « Η Κασέτα» (1982) και «Ο ήχος του όπλου» (1987). Το 1990, ο θίασος Καρέζη-Καζάκου ανέβασε το έργο της «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου και το 1995 το «Θέατρο Τέχνης», το «Ταξίδι μακριά», σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο της «Ο ουρανός κατακόκκινος» παρουσιάστηκε από το «Εθνικό Θέατρο», σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο της «Σ' εσάς που με ακούτε» ανέβηκε στη «Νέα Σκηνή», σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Τα έργα της έχουν παρουσιαστεί από αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ). Ήταν η μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη και παντρεμένη με τον συγγραφέα και καθηγητή νευρολογίας Γιώργο Χειμωνά (1938-2000), με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον συγγραφέα Θανάση Χειμωνά. Πέθανε στην Αθήνα το 2017, σε ηλικία 83 ετών. Η παράσταση Ο Φεζολάρι έστησε μια παράσταση που επιχειρεί με επιτυχία να ορίσει την βιαιότητα της δραματουργίας ως ένα σαφές σκηνικό δρώμενο κι ως έμπρακτο αποτέλεσμα της υπαρξιακής κρίσης των ηρώων. Η απειλή του πολέμου που εισβάλλει στο διαμέρισμα καθορίζει και την συγκρουσιακή σχέση των ηρώων, αποκλείοντας την πιθανότητα να λειτουργήσει ο εσωτερικός χώρος ως καταφύγιο από την αποξενωμένη και εχθρική έξω συνθήκη, αντιθέτως ορίζοντας τον ως το επίκεντρο της πολεμικής δράσης. Οι ήρωες, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις τους, εξαναγκάζονται στην συντριβή αφού δεν υπάρχει διέξοδος, δεν δίνεται διέξοδος, οι βόμβες εμποδίζουν κάθε διαφυγή, ο πόλεμος που συνέβη αλλού, ξεσπάει εδώ, φέρνοντας νεκρούς θαμμένους στους κήπους των σπιτιών κι ελπίδες που θρέφονται με το δηλητήριο των σαπισμένων σαρκών τους. Η δραματουργία της Αναγνωστάκη μέσα από την σκηνοθετική οπτική του Φεζολάρι αποκτά μια διαύγεια ανατριχιαστική καθώς η παράνοια που γεννάει ο ακαταλόγιστος φόβος, διαχέεται στη σκηνή κι οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τους ρόλους τους σαν παγιδευμένα ζώα, στο έλεος του αόρατου. Όταν στο τέλος η ηρωίδα ψιθυρίζει: “Η πόλη καίγεται”, η φράση της γίνεται απολύτως κατανοητή αφού σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και μέσα από κάθε διάλογο ή σκηνική δράση, έχει γίνει κατανοητό πως τα πάντα πρόκειται να γίνουν παρανάλωμα του πυρός, τα πάντα ετοιμάζονται για την καύση. Το διαμέρισμα λειτουργεί όχι σαν καταφύγιο αλλά σαν κάτοπτρο, αντανακλώντας τον έξω κόσμο κι οι προσωρινοί ένοικοι του, είναι εκτεθειμένοι στην δηλητηριώδη εκπνοή του. Οι χαρακτήρες κινούνται όλοι υπό την απειλή όπλου που ο ένας στρέφει διαρκώς ενάντια στον άλλο κι έτσι γίνεται διαυγής η πρόθεση της δραματουργίας να υπονομεύσει την ενσυναίσθηση και να ορίσει τις σχέσεις μέσα στο πλαίσιο μιας αδυσώπητης διαμάχης. Όλοι αναγκαστικά αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο ως εχθρούς, όλοι αντιπαρέρχονται και της πλήξης και των πόθων τους προκειμένου να εκπληρώσουν ένα ζοφερό πεπρωμένο, σύγκρουσης, φόβου, θανάτου. Οι ηθοποιοί (συμπεριλαμβανομένου και του σκηνοθέτη στο ρόλο του φωτογράφου) ανταποκρίθηκαν απόλυτα στις σκηνοθετικές οδηγίες και μας έδωσαν ένα εκρηκτικό θέαμα με σφιχτούς ρυθμούς και διαρκείς συναισθηματικές εκτροπές που κόβουν την ανάσα. Από τον ψίθυρο στην κραυγή κι από την ακινησία στην δαιμονική εγρήγορση οι μεταβάσεις έγιναν αβίαστα και με υποκριτική δεξιοτεχνία. Ο σκηνικός χώρος που παραπέμπει σε εγκαταλελειμμένο πεδίο μάχης, εξαφανίζει τα σύνορα ανάμεσα στον μέσα και τον έξω κόσμο, δίνει μια εμφατική αίσθηση κινδύνου, εγκατάλειψης και φθοράς. Η μουσική επιμέλεια επιτείνει τις διαφορετικές ατμόσφαιρες και συνεργεί στην εναλλαγή των συναισθημάτων και στην κλιμάκωση της δράσης. Ο Φεζολάρι στην παράσταση αυτή, εκθέτει στο φως τις σκιές των συμβολισμών, δημιουργώντας επί σκηνής μια εμπόλεμη ζώνη, μια οικεία και ταυτόχρονα τρομακτική δυστοπία, ένα αιμοσταγές σφαγείο, με την συμβολή της εμπνευσμένης σκηνογραφίας, των ηχητικών παρεμβάσεων και των άψογα ενορχηστρωμένων φωτισμών. Μια εκρηκτική παράσταση που αξίζει να δείτε Σκηνοθεσία:Ένκε Φεζολλάρι Παίζουν: Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη Πειραιώς 206 Ταύρος 210 3418550 ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ : Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 21.30 Μέχρι τέλος Μαΐου. Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος 12 ευρώ, Μειωμένο 10 ευρώ, ΣΕΗ-Θεατρολόγοι, ΟΑΕΔ 6 ευρώ Διάρκεια: 60’ Προπώληση εισιτηρίων: Στα ταμεία του Ιδρύματος ( 210 3418550 ) μόνο για ηλεκτρονική πληρωμή Στο εκδοτήριο εισιτηρίων Ticket services, Πανεπιστημίου 39 Αθήνα www.ticketservices.gr:η τηλεφωνική και η online αγορά περιλαμβάνει χρέωση υπηρεσίας 0,50 ευρώ ανά εισιτήριο, https://www.ticketservices.gr/event/mcf--poli/ |